13 Μαρ 2010

Τα 7 Κίνητρα της µάθησης


Της Monique Boekaerts
Mετάφραση: ∆ηµήτρης Κ. Μαυροσκούφης

Εισαγωγή.

Τα τελευταία σαράντα χρόνια οι ερευνητές έχουν µελετήσει τα κίνητρα µάθησης των
µαθητών και έχουν µάθει πολλά σχετικά µε το:
• Τι ωθεί τους µαθητές στο να µαθαίνουν, καθώς και την έκταση και το είδος της
προσπάθειας που καταβάλλουν για τη µάθηση,
• Τι επιλογές κάνουν οι µαθητές,
• Τι τους κάνει να επιµένουν παρά τις δυσκολίες τους,
• Πώς τα κίνητρα των µαθητών επηρεάζονται από τις µεθόδους των εκπαιδευτικών
και τη συµπεριφορά των συµµαθητών τους,
• Πώς αναπτύσσεται το κίνητρο,
• Πώς το επηρεάζει το σχολικό περιβάλλον.
Το µεγαλύτερο µέρος της έρευνας για τα κίνητρα επικεντρώθηκε σε ευπροσάρµοστους
µαθητές, που παρουσιάζουν επιτυχίες στο σχολείο. Βέβαια, οι επιτυχηµένοι µαθητές...

διαφέρουν από τους λιγότερο ικανούς συµµαθητές τους µε πολλούς τρόπους. Για
παράδειγµα, έχουν συχνά καθαρές ιδέες για το τι θέλουν ή δε θέλουν να πετύχουν στη ζωή
τους. Επιπλέον, διακρίνουν πολλά µαθησιακά περιβάλλοντα ως υποστηρικτικά των δικών
τους επιθυµιών, στόχων και αναγκών, και αντιδρούν θετικά στις µεθόδους παρακίνησης που
χρησιµοποιεί ο εκπαιδευτικός.
Αυτό το φυλλάδιο αποτελεί µια σύνθεση αρχών για τα κίνητρα, οι οποίες έχουν προκύψει
από την έρευνα για τα αποτελέσµατα των µεθόδων παρακίνησης στη σχολική µάθηση.
Αναφέρεται σε περισσότερο παραδοσιακές πλευρές, τόσο στα κίνητρα επίτευξης, στα
εσωτερικά κίνητρα και στην προσήλωση σε στόχους, όσο και στα αποτελέσµατα των
µεθόδων των δασκάλων, που ενισχύουν τις πεποιθήσεις - κίνητρα, στις στρατηγικές
δραστηριοποίησης και στη δύναµη της θέλησης. Επικεντρώνεται στους µαθησιακούς στόχους
και στην επίδραση των κινήτρων στην επίτευξη αυτών των στόχων, αν και αναγνωρίζει
επίσης την ανάγκη για εκπαιδευτικές µεθόδους που έχουν να κάνουν µε κοινωνικοποιητικούς
και συναισθηµατικούς στόχους.
Πολλές από τις έρευνες που υποστηρίζουν τις αρχές οι οποίες ορίζονται σ’ αυτό το
φυλλάδιο πηγάζουν από µελέτες που εξετάζουν τη σχέση µεταξύ κινήτρων (εξεταζόµενων ως
χαρακτηριστικών των µαθητών) και µαθησιακού αποτελέσµατος. Κάποιες αρχές έλκουν την
καταγωγή τους από τη θεωρία για την προσωπικότητα, ότι δηλαδή τα παιδιά και οι έφηβοι
εξελίσσονται από µόνοι τους µε το πέρασµα των χρόνων. Ακόµη, άλλες αρχές βασίζονται σε
έρευνα που έδειξε πώς οι ευκαιρίες για µάθηση και προσωπική εξέλιξη (εκπαιδευτικές
διαδικασίες, συµπεριφορά εκπαιδευτικών και κλίµα τάξης) που παρέχουν οι δάσκαλοι στα
σχολεία έρχονται σε συµφωνία ή σε σύγκρουση µε τις ανάγκες και τους στόχους των
µαθητών. Προτεραιότητα δόθηκε στις αρχές που οι εκπαιδευτικοί µπορούν να εφαρµόσουν
στις τάξεις τους. Στόχος αυτής της σύντοµης εισαγωγής για τα κίνητρα είναι να
συνειδητοποιήσουν οι εκπαιδευτικοί ότι οι ψυχολογικές ανάγκες των νέων αλλάζουν
συνεχώς. Αλλάζουν όχι µόνον ως λειτουργία της εξελισσόµενης γνώσης και εµπειρίας σ’ ένα



2




συγκεκριµένο γνωστικό πεδίο, αλλά και σε συνάρτηση µε το πώς θεωρούν τον εαυτό τους σ’
αυτόν τον τοµέα.
Σ’ αυτό το φυλλάδιο ο αναγνώστης θα γνωρίσει δύο παιδιά, που ονοµάζονται Stefano και
Sandra, είναι και τα δύο ένδεκα ετών και πηγαίνουν σχολείο σε διαφορετικά µέρη του
κόσµου. Ο Stefano είναι γιος µηχανικού αυτοκινήτων. Πηγαίνει σχολείο σε µια αγροτική
περιοχή στη νότια Ευρώπη. Η Sandra είναι κόρη εργάτη οδοποιίας και πηγαίνει σχολείο σε
µια µεγάλη πόλη στη νότια Αµερική. Πρόθεσή µου είναι να περιγράψω τις σκέψεις, τα
συναισθήµατα και τις ενέργειες αυτών των δύο παιδιών έτσι, ώστε να δώσω µια εικόνα των
ποικίλων θεωρητικών κατασκευών που περιγράφονται στους διάφορους τοµείς της έρευνας.
Ελπίζω ότι οι εκπαιδευτικοί θα διακρίνουν σ’ αυτές τις αξίες των µαθητών για εξέλιξη, στα
ενδιαφέροντα και στους στόχους τους στοιχεία παρόµοια µ’ εκείνα που οι ίδιοι παρατηρούν
στις τάξεις τους.
Οι οκτώ αρχές που καθορίζονται σ’ αυτό το φυλλάδιο πρέπει να γίνουν αντιληπτές ως
µέρη ενός παιχνιδιού συναρµολόγησης (παζλ), που συνταιριάζονται έτσι, ώστε να παρέχουν
µια κατανοητή και περιεκτική εικόνα για το πώς δηµιουργείται ένα ισχυρό περιβάλλον για
την ανάπτυξη των στρατηγικών για τα κίνητρα. Αν επιθυµείτε να γνωρίσετε περισσότερα γι’
αυτές τις οκτώ αρχές ή για µια συγκεκριµένη αρχή, µπορείτε να συµβουλευτείτε τη σχετική
βιβλιογραφία. ΄Εχει ληφθεί πρόνοια οι βιβλιογραφικές παραποµπές να αναφέρονται σε κάθε
αρχή ξεχωριστά.









1. Οι πεποιθήσεις που λειτουργούν ως κίνητρα.

Οι πεποιθήσεις - κίνητρα δρουν ως ευνοϊκό πλαίσιο για τη µάθηση.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Τα περιεχόµενα που καλύπτονται µέσα στην τάξη, καθώς και το κοινωνικό πλαίσιό της,
διαφοροποιούνται συνεχώς. Γι’ αυτό το λόγο τα παιδιά εµπλέκονται συχνά σε ανοίκειες
καταστάσεις µάθησης. Αυτό µπορεί να δηµιουργήσει αµφιβολία και ανασφάλεια σε µερικούς
µαθητές ή να αποτελέσει πρόκληση για άλλους. Οι µαθητές προσπαθούν να αντιληφθούν
νέες καταστάσεις µάθησης αναφερόµενοι στις πεποιθήσεις τους που λειτουργούν ως κίνητρα.
Οι πεποιθήσεις αυτές σχετίζονται µε τις γνώµες, τις κρίσεις και τις αξίες που έχουν οι
µαθητές γύρω από αντικείµενα, γεγονότα και γνωστικούς τοµείς. Οι ερευνητές έχουν
περιγράψει τις πεποιθήσεις που χρησιµοποιούν οι µαθητές, για να αποδώσουν νόηµα σε
µαθησιακές καταστάσεις. Μια ειδική οµάδα πεποιθήσεων - κινήτρων σχετίζεται µε την αξία
που αποδίδουν οι µαθητές σ’ ένα συγκεκριµένο γνωστικό πεδίο ή δραστηριότητα. Π.χ. ο
Stefano λέει συχνά: «∆ε µπορώ να καταλάβω τι θα µπορούσα να µάθω από την ποίηση», ενώ
η Sandra δηλώνει: «Η ανάγνωση ποιηµάτων είναι η ωραιότερη δραστηριότητα στο σχολείο».
Οι πεποιθήσεις - κίνητρα αναφέρονται επίσης στη γνώµη των µαθητών για την επάρκεια
και την αποτελεσµατικότητα των µεθόδων µάθησης και διδασκαλίας (Stefano: «Γιατί πρέπει
να εργαζόµαστε πάντοτε σε οµάδες; Μπορώ να µάθω καλύτερα, όταν δουλεύω µόνος µου»). Οι
πεποιθήσεις σχετικά µε τον εσωτερικό έλεγχο (αυτοέλεγχος) µπορεί να διακριθούν σε
πεποιθήσεις για την προσωπική ικανότητα και σε προσδοκίες για την έκβαση (αποτέλεσµα).
Οι πρώτες είναι η γνώµη που έχουν οι ίδιοι οι µαθητές για την προσωπική ικανότητά τους σ’
ένα συγκεκριµένο πεδίο (Stefano: «Πιστεύω ότι είµαι καλός στην επίλυση αυτού του είδους
µαθηµατικών προβληµάτων». Sandra: «∆εν είµαι αστέρι στα Μαθηµατικά, αλλά ξέρω πώς να
αναλύσω ένα κείµενο»). Οι προσδοκίες για το αποτέλεσµα είναι οι πεποιθήσεις σχετικά µε
την αποτυχία ή την αποτυχία συγκεκριµένων ενεργειών (Stefano: «∆ουλεύω πάνω σ’ αυτή τη


3




γραµµατική άσκηση εδώ και πολύ ώρα και ακόµη δε µπορώ να την κάνω σωστά. Είµαι βέβαιος
ότι δε θα καταφέρω να φτάσω σε µια αποδεκτή λύση»).
Η έρευνα έχει δείξει ότι οι πεποιθήσεις - κίνητρα είναι αποτέλεσµα της άµεσης
µαθησιακής εµπειρίας (π.χ. Sandra: «Τα περισσότερα µαθηµατικά προβλήµατα είναι πολύ
δύσκολο για µένα να τα λύσω σωστά µε την πρώτη. Σε περίπτωση όµως που κάποιος µου δίνει
ένα στοιχείο, µπορώ να λύσω αρκετά από αυτά»), της µαθησιακής παρατήρησης (π.χ.
Stefano: «Ο µαθηµατικός νευριάζει, όταν οι µαθητές δεν αλληλοβοηθιούνται»), των
προφορικών δηλώσεων των εκπαιδευτικών, των γονέων και των συµµαθητών (π.χ. Sandra:
«Ο πατέρας µου πιστεύει ότι είναι ανόητο να µαθαίνεις ποίηση στο σχολείο. Λέει ότι τα
Μαθηµατικά είναι πολύ πιο σηµαντικά») και των κοινωνικών συγκρίσεων (π.χ. Stεfano:
«Γιατί ο δάσκαλος εµένα µε µαλώνει συνέχεια, ενώ ποτέ δε λέει τίποτε σε άλλους µαθητές;»).
Οι πεποιθήσεις - κίνητρα δρουν ως πλαίσιο αναφορών, που καθοδηγεί τη σκέψη, τα
συναισθήµατα και τις πράξεις σ’ ένα γνωστικό αντικείµενο. Για παράδειγµα, οι πεποιθήσεις
σχετικά µε τα Μαθηµατικά καθορίζουν τις στρατηγικές που πιστεύουν οι µαθητές ότι είναι
κατάλληλες για την εκπλήρωση συγκεκριµένων καθηκόντων. Είναι αξιοσηµείωτο ότι οι
πεποιθήσεις ενός µαθητή σχετικά µ’ ένα τοµέα µπορεί να είναι κατά βάση ευνοϊκές
(αισιόδοξες) ή δυσµενείς (απαισιόδοξες), δηµιουργώντας έτσι ένα θετικό ή αρνητικό γενικό
πλαίσιο µάθησης. Από την ώρα, πάντως, που σχηµατιστούν οι µεν ή οι δε είναι δύσκολο να
αλλάξουν.

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Ως εκπαιδευτικοί θα πρέπει να έχετε µια σαφή ιδέα για τις πεποιθήσεις γύρω από τα
κίνητρα τις οποίες φέρνουν οι µαθητές σας στην τάξη. Είναι σηµαντικό να συνειδητοποιείτε
ότι οι µαθητές σας µπορεί να έχουν ήδη σχηµατίσει ευνοϊκές ή δυσµενείς πεποιθήσεις για ένα
θέµα, πριν ακόµη µπουν στην τάξη. Η διερεύνηση των πεποιθήσεων – κινήτρων των
µαθητών σας θα σας επιτρέψει να σχεδιάσετε µαθησιακές δραστηριότητες που αξιοποιούν
τις ευνοϊκές πεποιθήσεις τους και να τους παρακινήσετε να αναθεωρήσουν τις δυσµενείς. Οι
µαθητές τα καταφέρνουν πολύ καλά στο να κρύβουν τις σκέψεις και τα συναισθήµατά τους,
οδηγώντας µας σε εσφαλµένες εκτιµήσεις σχετικά µε τις αξίες τους, τις πεποιθήσεις για την
αυτοεκτίµησή τους και τις προσδοκίες τους για το αποτέλεσµα.
Πιστεύω ότι το σύνολο των αρχών που περιέχονται σ’ αυτό το φυλλάδιο θα προσφέρει
βαθύτερη γνώση σχετικά µε τις πεποιθήσεις - κίνητρα των µαθητών για µάθηση και τον
τρόπο µε τον οποίο αυτές επηρεάζουν τη συµµετοχή, τις δεσµεύσεις και τις υποχρεώσεις τους
µέσα στη ζωή της τάξης. Η γνώση αυτών των αρχών ελπίζω να λειτουργήσει ως
καθοδηγητική γραµµή, που θα βοηθήσει τους µαθητές να συγκροτήσουν ευνοϊκές
πεποιθήσεις και να αποκαλύψουν τις δυσµενείς.

Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Pintrich, 2001; Skinner, 1995; Stipek, 1988; Verneer, Boekaerts & Seegers, 2000.








2. Οι δυσµενείς πεποιθήσεις - κίνητρα εµποδίζουν τη µάθηση.

Οι µαθητές δεν κινητοποιούνται για µάθηση µε την προοπτική της αποτυχίας.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Ο φόβος της αποτυχίας δεν οδηγεί αυτόµατα στην παθητικοποίηση και την αποφυγή. Αυτό
που είναι σηµαντικό είναι οι πεποιθήσεις - κίνητρα που έχουν συνδεθεί µε ένα γνωστικό
πεδίο. Για παράδειγµα, ο Stefano έχει κατά βάση ευνοϊκές πεποιθήσεις για τα Μαθηµατικά


4




και δυσµενείς σχετικά µε το µάθηµα της Γλώσσας. Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των
πεποιθήσεων - κινήτρων υποδηλώνει ότι ένας µαθητής µπορεί σε κάποιους τοµείς να είναι
προσανατολισµένος στην αποτυχία, ενώ σε άλλους όχι. Ο Stefano δεν είναι πλέον σε θέση να
διακρίνει κάποια σχέση ανάµεσα σε όσα µπορεί να κάνει και στα αποτελέσµατα των
ενεργειών του (επιτυχία ή αποτυχία) στον τοµέα της Γλώσσας. Αισθάνεται ανασφαλής,
δηλώνοντας ότι είναι ανίκανος να εκτελέσει σωστά τα καθήκοντά του. Οι µαθητές
επικαλούνται διάφορους λόγους για την επιτυχία ή την αποτυχία τους στα σχολικά µαθήµατα
κι αυτοί οι λόγοι βρίσκονται σε συµφωνία µε τη γενική ιδέα που έχουν για τις ικανότητές
τους σ’ ένα συγκεκριµένο τοµέα. Η βασική αιτία στην οποία ο Stefano αποδίδει τις χαµηλές
επιδόσεις του στις γλώσσες είναι η έλλειψη σχετικών ικανοτήτων. ΄Αλλες δικαιολογίες που
χρησιµοποιούνται συχνά για τη φτωχή απόδοση είναι οι ανεπαρκείς προσπάθειες (Sandra:
«Πήγα άσχηµα στην Ιστορία σήµερα, γιατί δεν προσπάθησα αρκετά»), η ατυχία (Stefano:
«΄Ηµουν άτυχος που µου ζητήθηκε να απαντήσω πρώτος σ’ αυτή την ερώτηση»), η εφαρµογή
ακατάλληλης στρατηγικής (Stefano: «¨Ελυσα σωστά το µαθηµατικό πρόβληµα, αλλά δεν
ήξερα ότι έπρεπε να γράψουµε και τα βήµατα για τη λύση») και τα χαρακτηριστικά του
συγκεκριµένου καθήκοντος (Sandra: «Το πρόβληµα στα Μαθηµατικά ήταν απλώς πολύ
δύσκολο»). Παιδιά που θεωρούν τη φτωχή απόδοση αποτέλεσµα µειωµένης ικανότητας
περιµένουν ότι η αποτυχία θα επαναληφθεί. Αυτοί οι µαθητές βιώνουν αρνητικές σκέψεις και
συναισθήµατα (π.χ. Sandra: «Είµαι η µοναδική µε επτά λάθη .Ο δάσκαλος δε θα µε συµπαθεί,
επειδή είµαι χαζό παιδί»). Αρνητικές σκέψεις που κατ’ επανάληψη σχετίζονται µε ένα
καθήκον ή δραστηριότητα αποδίδονται σε ανάλογες µαθησιακές καταστάσεις. ΄Ετσι, ένας
ολόκληρος τοµέας µπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «πολύ δύσκολος» ή «απειλητικός». Από τη
στιγµή που αυτές οι δυσµενείς πεποιθήσεις γίνουν µέρος της θεωρίας του µαθητή για τον
εαυτό του (αυτοεκτίµηση), θα ενεργοποιούνται ξανά και ξανά δηµιουργώντας αµφιβολίες
και άγχος. Οι δυσµενείς πεποιθήσεις εµποδίζουν τη µαθησιακή διαδικασία, επειδή
κατευθύνουν την προσοχή των µαθητών µακριά από την καθαυτή µαθησιακή δραστηριότητα,
στρέφοντάς την στη µειωµένη τους ικανότητα. Μολονότι η κατανόηση από τους µαθητές της
αιτιώδους συνάφειας διαφοροποιείται µε την ηλικία, οι πεποιθήσεις τους σχετικά µε την αιτία
της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους σ’ ένα συγκεκριµένο τοµέα είναι πολύ ανθεκτικές στην
αλλαγή.

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Μαθητές που δηλώνουν ότι ποτέ δε θα είναι σε θέση να ολοκληρώσουν επιτυχώς ένα
καθήκον δείχνουν ότι δεν αντιλαµβάνονται πλέον κάποια σχέση ανάµεσα στις ενέργειές τους
και σε ένα θετικό αποτέλεσµα. Μπορείτε να τους βοηθήσετε να πετύχουν και πάλι µια τέτοια
συσχέτιση µε τη δηµιουργία µαθησιακών καταστάσεων µέσω των οποίων θα βιώσουν το
αίσθηµα της επιτυχίας. Ωστόσο, δεν είναι αρκετό να φτάσουν στη σωστή λύση. Πρέπει
ακόµη να καταλάβουν γιατί το σχέδιο της λύσης ήταν σωστό και τι µπορούν να κάνουν, για
να βελτιώσουν κι άλλο τις δεξιότητές τους. Η προσοχή των µαθητών σας θα πρέπει να
εστιαστεί αποφασιστικά στη συσχέτιση των πράξεων και των αποτελεσµάτων τους µε
ερωτήσεις όπως: «Τι έκανες για να βρεις αυτή τη λύση; Πώς ξέρεις ότι η στρατηγική που
ακολούθησες είναι αποτελεσµατική; Θα ήταν λειτουργική αυτή η στρατηγική και στο επόµενο
πρόβληµα; Γιατί ή γιατί όχι;». Κατά παράδοξο τρόπο µαθητές που έχουν υιοθετήσει
δυσµενείς πεποιθήσεις δεν ενδιαφέρονται για τέτοιες πληροφορίες προσανατολισµένες στη
διαδικασία. Θέλουν µόνο να ξέρουν αν οι απαντήσεις τους είναι σωστές ή αν βρίσκονται στο
σωστό δρόµο. Προσπαθήστε να είστε σε εγγρήγορση, όταν οι µαθητές σας ζητούν
πληροφορίες προσανατολισµένες στο αποτέλεσµα. Επικεντρωθείτε σ’ αυτά που έχουν ήδη
καταφέρει (π.χ. «Stefano, πέτυχες τρία σωστά. Τα πήγες καλύτερα από χθες») παρά στις
αδυναµίες τους. Ακόµη καλύτερα, τονίστε τα ισχυρά σηµεία των σχεδίων λύσης. Τέτοιες
πληροφορίες προσανατολισµένες στη διαδικασία τους δηµιουργούν µια αίσθηση προόδου, η
οποία είναι απαραίτητη στο να συγκροτήσουν θετική ταυτότητα ως επιτυχηµένοι µαθητές.
Σταδιακά να τους ενθαρρύνετε να σκέφτονται πάνω στην απόδοσή τους (αυτοεκτίµηση –
αυτοπροσδιορισµός). Για παράδειγµα, να ενθαρρύνετε τον Stefano να εκφράσει τη σκέψη του
σχετικά µε το λόγο για τον οποίο η διορθωµένη πρόταση αποδίδει καλύτερα το µήνυµά του.



5




Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Covington, 1992; Stipek, 1988; Turner & Meyer, 1998; Vermeer et al., 2000; Ryan,
Gheen & Midgley, 1998.








3. Οι ευνοϊκές πεποιθήσεις - κίνητρα διευκολύνουν τη µάθηση.

Μαθητές που αξιολογούν θετικά τη µαθησιακή δραστηριότητα εξαρτώνται λιγότερο
από την ενθάρρυνση, τα κίνητρα και την αµοιβή.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Οι µαθητές ενδιαφέρονται περισσότερο για δραστηριότητες για τις οποίες πιστεύουν ότι
έχουν τις απαραίτητες ικανότητες ή τις οποίες υπολογίζουν (π.χ. Stefano: «Μου αρέσουν τα
Μαθηµατικά, επειδή είναι εύκολα και τα χρειάζοµαι για να γίνω µηχανικός διαστηµοπλοίων»,
ή Sandra: «∆ε µου αρέσουν τα Μαθηµατικά, αλλά προσπαθώ όσο µπορώ, γιατί ο µπαµπάς µου
λέει ότι είναι σηµαντικά»). Οι µαθητές που εκτιµούν τις νέες δεξιότητες έχουν σχηµατίσει
ευνοϊκές πεποιθήσεις - κίνητρα. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ενδιαφέρονται για
ευκαιρίες να ασκήσουν αυτές τις δεξιότητες. Είναι σηµαντικό να διακρίνουµε αυτού του
είδους τη δέσµευση από την απλή συµµόρφωση µε τους στόχους που θέτει ο εκπαιδευτικός.
Πολλοί µαθητές ολοκληρώνουν καθήκοντα που δεν εκτιµούν και τόσο πολύ, απλά επειδή
περιµένουν κάποιου είδους ανταµοιβή (π.χ. υψηλή βαθµολογία, προαγωγή στο µάθηµα,
κοινωνική επιδοκιµασία). Μαθητές που αναλαµβάνουν µαθησιακά καθήκοντα µόνο και µόνο
για να αµειφθούν από άλλους ή για να αποφύγουν µια ποινή έχουν δραστηριοποιηθεί εξαιτίας
εξωτερικών κινήτρων (π.χ. Stefano: «Μισώ τις γραµµατικές ασκήσεις, αλλά η µητέρα µου
ετοιµάζει το αγαπηµένο µου γεύµα, όταν έχω µελετήσει για ένα τεστ»). Μια δραστηριότητα
γενικά θεωρείται ότι οφείλεται σε εσωτερικό κίνητρο, αν η εξωτερική αµοιβή δεν είναι
απαραίτητη για να αρχίσουν και να συνεχίσουν οι µαθητές τη δραστηριότητα αυτή. Οι
ευνοϊκές πεποιθήσεις είναι συνδεδεµένες µε την ίδια τη δραστηριότητα. Οι µαθητές που
έχουν εσωτερικά κίνητρα θα αναφέρουν ότι δεν τους χρειάζεται να καταβάλλουν µεγάλη
προσπάθεια και ότι η υλοποίηση αυτής της δραστηριότητας τους προκαλεί ικανοποίηση (π.χ.
Sandra: «΄Οταν γράφω ποιήµατα ή ιστοριούλες για το σχολικό περιοδικό, χάνω την αίσθηση
του χρόνου»). ΄Οταν προκύπτουν δυσκολίες, αυτοί οι µαθητές θα επιµείνουν, γιατί βιώνουν
το αίσθηµα του αυτοπροσδιορισµού.

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
∆υστυχώς, δεν έχουν όλοι οι µαθητές σας εσωτερικά κίνητρα, ενώ πρέπει παράλληλα να
µεριµνήσετε και για εκείνους που έχουν λιγότερα κίνητρα για µάθηση. Είναι σηµαντικό να
συνειδητοποιήσετε ότι το κλίµα της τάξης και ο τρόπος της αλληλεπίδρασης ανάµεσα σε σας
και τους µαθητές σας διευκολύνει ή, αντίθετα, εµποδίζει τη δραστηριοποίησή τους.
Προσπαθήστε να διαµορφώσετε τα καθήκοντα και τις δραστηριότητες έτσι, ώστε να έχουν
νόηµα για τους µαθητές σας, κάνοντας αναφορά στη βαθύτερη αξία της σχολικής εργασίας
και σε εφαρµογές της σε άλλους µαθησιακούς τοµείς και εκτός σχολείου. Πώς µπορείτε να
βοηθήσετε τους µαθητές σας να αναπτύξουν ευνοϊκές πεποιθήσεις; «Μεταφράστε» τη
διδασκόµενη ύλη µε όρους σύµφωνους µε τις δεξιότητες τις οποίες οι µαθητές σας βρίσκουν
σχετικές και ενδιαφέρουσες. Ανακαλύψτε τα τωρινά ενδιαφέροντα και τους µελλοντικούς
στόχους τους για σταδιοδροµία (π.χ. η Sandra θέλει να γίνει νοσοκόµα, ενώ ο Stefano
µηχανικός διαστηµοπλοίων). ∆είξτε ένα video, ένα απόκοµµα εφηµερίδας ή πείτε µια
ιστορία, τονίζοντας τη σηµασία και τη λειτουργική σχέση του νέου περιεχοµένου µε τις
δεξιότητες. Ζητήστε από τους µαθητές σας να πάρουν συνέντευξη από τους γονείς τους, από


6




άλλους δασκάλους του σχολείου ή παλιότερους µαθητές, για να ανακαλύψουν πού
χρησιµοποιούν αυτοί τα νέα περιεχόµενα ή τις δεξιότητες. Αυτές οι δραστηριότητες θα
ελκύσουν την προσοχή και την περιέργεια των µαθητών σας. Αυτό είναι ήδη το µισό για την
υπόθεση των κινήτρων. Το άλλο µισό είναι να διατηρήσετε το ενδιαφέρον τους. Είναι πολύ
σηµαντικό να διακρίνουν οι µαθητές ένα χρήσιµο σύνδεσµο ανάµεσα στις απαιτήσεις που
αντιλαµβάνονται και στην ικανότητα που προς το παρόν διαθέτουν. Επιτρέψτε τους να
διασκευάζουν ασκήσεις σύµφωνα µε τις τρέχουσες ικανότητές τους. Για παράδειγµα, ο
Stefano βαριέται, όταν τα προβλήµατα των Μαθηµατικών είναι πολύ εύκολα. Μην τον
αναγκάζετε να καλύπτει το περιεχόµενο του µαθήµατος µε τον ίδιο ρυθµό ή µε τον ίδιο τρόπο
που χρησιµοποιούν οι πιο αργοί µαθητές. Επιπλέον, να ενθαρρύνετε τους µαθητές που
βρίσκουν ένα µαθηµατικό πρόβληµα πολύ απαιτητικό να το επανασχεδιάζουν µε τέτοιο
τρόπο, ώστε να γίνεται λιγότερο απαιτητικό (π.χ. Sandra: «Μπορώ να λύσω αυτό το
µαθηµατικό πρόβληµα µαζί µε την Claudia»;). Με το να επιτρέπετε στους µαθητές σας να
προσαρµόζουν µια µαθησιακή δραστηριότητα στις δικές τους ψυχολογικές ανάγκες τούς
δηµιουργείτε µια αίσθηση αυτονοµίας και αυτοπροσδιορισµού. Η άρνηση αυτού του
δικαιώµατος θα εκληφθεί ως εξωτερική πίεση να συµµορφωθούν.

Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Bruning & Horn, 2000; Guthrie & Solomon, 1997; Ryan & Deci, 2000; Stipek, 1988;
Turner & Meyer, 1998; Wlodkowski & Jaynes, 1990.








4. Οι πεποιθήσεις των µαθητών σχετικά µε την στοχοπροσήλωση.

Οι µαθητές που είναι προσανατολισµένοι στην τέλεια µάθηση µαθαίνουν
περισσότερα από εκείνους που είναι προσανατολισµένοι στο «εγώ» τους.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Μια σηµαντική πεποίθηση – κίνητρο που δεν έχει ακόµη συζητηθεί εδώ είναι η
στοχοπροσήλωση. Ο τρόπος µε τον οποίο οι µαθητές προσανατολίζονται στα µαθησιακά
καθήκοντα πάνω σ’ έναν τοµέα αποτελεί σηµαντικό δείκτη για τη δέσµευση και την απόδοσή
τους. Οι µαθητές που µελετούν, επειδή θέλουν να µάθουν τέλεια µια νέα δεξιότητα,
χρησιµοποιούν πιο αποτελεσµατικές στρατηγικές µάθησης από εκείνους που είναι
προσανατολισµένοι στο «εγώ» τους. Οι τελευταίοι δεσµεύονται σε µαθησιακά καθήκοντα µε
την πρόθεση να επιδείξουν την επιτυχία τους (προσέγγιση προσανατολισµού στο «εγώ») ή να
κρύψουν την αποτυχία τους (αποφυγή προσανατολισµού στο «εγώ»). Η διαδικασία που
δραστηριοποιεί τους προσανατολισµένους στην τέλεια µάθηση µαθητές διαφέρει σε πολλά
από εκείνη των µαθητών που είναι προσανατολισµένοι στο «εγώ» τους. Για παράδειγµα, ο
Stefano προσανατολίζεται στην τέλεια µάθηση στον τοµέα των Μαθηµατικών, αλλά στο
«εγώ» του στο γλωσσικό τοµέα. Αρχίζει τις ασκήσεις των Μαθηµατικών πριν από το δείπνο,
επειδή θέλει να ανακαλύψει, αν µπορεί ή όχι να λύσει όλα τα προβλήµατα. Είναι έτοιµος να
αφιερώσει προσπάθειες, επειδή εκτιµά τα Μαθηµατικά και απολαµβάνει τη βελτίωση των
σχετικών δεξιοτήτων του. ΄Οταν ο Stefano συναντά δυσκολίες, όσο ασχολείται µε τα
Μαθηµατικά, αναρωτιέται: «Πώς µπορώ να το πετύχω;». ∆ε ντρέπεται να πληροφορούνται οι
άλλοι τα λάθη του. Αντίθετα, προσφέρεται πάντα να δείξει το σχέδιο λύσης, επειδή εκτιµά
την ανατροφοδότηση που δέχεται. ∆εν επιθυµεί, όµως, να ανακαλύψουν οι άλλοι ότι έκανε
πολλά ορθογραφικά και γραµµατικά λάθη σ’ ένα κείµενο.
Η Sandra εκτιµά κι αυτή τα Μαθηµατικά, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Στο µάθηµα των
Μαθηµατικών είναι προσανατολισµένη στο «εγώ» της. Θέλει να επιδείξει επιτυχία, για να


7




αλλάξει τη γνώµη των άλλων σχετικά µε την ικανότητά της στα Μαθηµατικά. Η Sandra
καταβάλλει προσπάθειες στα Μαθηµατικά, όσο αισθάνεται βέβαιη ότι µπορεί να βρει τη
σωστή λύση. Παραιτείται, όµως, όταν εντοπίζει λάθη, επειδή πιστεύει ότι υπάρχει µόνο µία
σωστή απάντηση. Αυτές οι πεποιθήσεις αναζωπυρώνουν το φόβο της ότι οι άλλοι θα
χρησιµοποιήσουν τα λάθη της ως απόδειξη των περιορισµένων ικανοτήτων της στα
Μαθηµατικά.
Στο σηµείο αυτό πρέπει να αναφερθούν δύο ερευνητικά ευρήµατα. Πρώτον, οι µαθητές
δείχνουν σηµαντική στοχοπροσήλωση (στο «εγώ» τους ή στην τέλεια µάθηση) κυρίως στη
δεύτερη τάξη, ενώ ο αγώνας τους για στοχοπροσήλωση στο «εγώ» τους γίνεται όλο και πιο
σηµαντικός, καθώς προχωρούν στην πρωτοβάθµια εκπαίδευση. Προοδευτικά, ενδιαφέρονται
περισσότερο για την αξία τους, νοιάζονται περισσότερο για την εκτίµηση των συµµαθητών
τους και αποφεύγουν να κάνουν πράγµατα που απορρίπτει το σύνολο (φόβος της απόρριψης
και της αποµόνωσης). Στην τέταρτη τάξη, εγωκεντρικοί στόχοι σχετικοί µε την αποφυγή (π.χ.
επιθυµία να αποκρύψουν τα λάθη τους) έχουν ήδη καταλάβει σηµαντική θέση. ∆εύτερον, οι
εκπαιδευτικοί θέτουν κυρίως ανταγωνιστικά ή κυρίως συνεργατικά µαθησιακά σκηνικά µέσα
στην τάξη. Εκπαιδευτικοί που τονίζουν τις διαδικασίες εκτίµησης – αξιολόγησης, παρέχουν
δηµόσια ανατροφοδότηση, κάνουν συχνά κοινωνικές συγκρίσεις και αναφέρονται στις
ικανότητες του καθενός δηµιουργούν ανταγωνιστικό κλίµα και προκαλούν σκέψεις και
συναισθήµατα προσανατολισµένα στο «εγώ».

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Ο βαθµός στον οποίο καταφέρνετε να δηµιουργήσετε προσανατολισµένο στην τέλεια
µάθηση µαθησιακό σκηνικό αποτελεί δείκτη της επαγγελµατικής ικανότητάς σας. Μπορείτε
να περιορίσετε τον προσανατολισµό στο «εγώ» εξηγώντας στους µαθητές σας ότι δεν σας
ενδιαφέρει και τόσο να δείτε ένα σωστό αποτέλεσµα, αλλά ότι αντίθετα επικεντρώνεστε στις
προσπάθειές τους να βρουν µια στρατηγική επίλυσης. Οι µαθητές θα πιστέψουν τη δήλωση
«Η προσπάθεια είναι πιο σηµαντική από το αποτέλεσµα», όταν θα ενεργείτε σύµφωνα µε όσα
διακηρύσσετε. Με άλλα λόγια, εξασφαλίστε την ανατροφοδότηση σεβόµενοι το σχέδιο
λύσης, ενθαρρύνετε τους µαθητές να ανταλλάσσουν πληροφορίες γύρω από τις στρατηγικές
που χρησιµοποιούν και επιτρέψτε τους να µάθουν από τα λάθη τους. Αυτό είναι µια δύσκολη
υπόθεση, µια και οι προσανατολισµένοι στο «εγώ» µαθητές εκνευρίζονται, όταν πρέπει να
σκεφτούν πάνω στα λάθη τους. Χρησιµοποιώντας ενθαρρυντικά σχόλια, µε τα οποία
τονίζεται η ενασχόληση, η πρόοδος και η προσπάθειά τους, θα τους πείσετε ότι εκτιµάτε τις
προσπάθειές τους να λύσουν προβλήµατα, ιδιαίτερα όταν αναφέρεστε στο τι πήγε καλά και τι
όχι. Ο προσανατολισµός στην τέλεια µάθηση θα αναπτυχθεί, όταν αυτοί οι µαθητές
καµαρώνουν πως βρίσκουν τµήµατα µιας λύσης, καθώς και λάθη στην πορεία επίλυσης.

Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Elliot, 1999; Niemivirta, 1999; Pintrich, 2001; Turner 7 Meyer, 1998; Vermmer et al.,
2000.








5. Οι διαφορετικές πεποιθήσεις σχετικά µε την προσπάθεια
επηρεάζουν τους σκοπούς της µάθησης.

Οι µαθητές προσδοκούν να εκτιµηθεί η προσπάθειά τους.

Ερευνητικά πορίσµατα.



8




Οι µαθητές αποφασίζουν πόση προσπάθεια θα αφιερώσουν σ’ ένα µαθησιακό καθήκον µε
βάση την αντίληψη των ικανοτήτων τους και τις πεποιθήσεις τους για την προσπάθεια. Τα
νεαρά παιδιά είναι περιβόητα για την υπερεκτίµηση ή την υποεκτίµηση της δικής τους
απόδοσης. ΄Ισως να θεωρούν ότι συµπεριλαµβάνονται ανάµεσα στους καλύτερους της τάξης
τους, ακόµη κι αν οι επιδόσεις τους είναι πολύ κάτω από τη βάση. Τα µικρά παιδιά έχουν µια
µάλλον αφελή θεωρία για την προσπάθεια. Πιστεύουν ότι, αν θέλουν κάτι πάρα πολύ και
κάνουν ό,τι καλύτερο για να το πετύχουν, θα εκτιµηθούν για την προσπάθειά τους. Με άλλα
λόγια, πιστεύουν ότι ελέγχουν τη µαθησιακή κατάστασή τους και διατηρούν τις υψηλές
προσδοκίες τους για επιτυχία, ακόµη και µετά από επανειληµµένες αποτυχίες. Το να
πιστέψουν ότι η προσπάθεια αποτελεί την πιο σηµαντική εξήγηση για τις επιτυχίες ή τις
αποτυχίες τους συνιστά ένα ισχυρό κίνητρο για να συνεχίσουν να εξασκούνται.
Καθώς όµως οι µαθητές µεγαλώνουν, τα µηνύµατα που λαµβάνουν από τους γονείς και
τους δασκάλους τους σταδιακά αλλάζουν. Περισσότερη έµφαση δίνεται πλέον στην
ικανότητά τους ως σηµαντικής πηγής επιτυχίας ή αποτυχίας απ’ όση στην προσπάθειά τους.
Τα παιδιά µαθαίνουν να υπολογίζουν τις πραγµατικές εµπειρίες τους και την αξιολογική
ανατροφοδότηση από τους άλλους. Ασχολούνται επίσης µε κοινωνικές συγκρίσεις µε τους
συµµαθητές τους. Αυτό αποδεικνύει ότι οι πεποιθήσεις για την αποτελεσµατικότητά τους σε
συγκεκριµένους τοµείς γίνονται πιο ακριβείς και ρεαλιστικές. Συγχρόνως, συνδέουν τις
πεποιθήσεις αυτές µε την προβαλλόµενη θεωρία τους για την προσπάθεια. Στην ηλικία των
εννέα ετών τα παιδιά δείχνουν να έχουν χάσει την εµπιστοσύνη τους στην προσπάθεια ως
βασική πηγή της επιτυχίας. Τα αποδεικτικά στοιχεία των ερευνών είναι σαφέστατα:
πεποιθήσεις για την αποτελεσµατικότητα σε συγκεκριµένους τοµείς επηρεάζουν την
καταβαλλόµενη προσπάθεια και όχι το αντίθετο. Μαθητές, όπως ο Stefano, που πιστεύουν
ότι είναι καλοί στα Μαθηµατικά είναι πρόθυµοι να καταβάλλουν προσπάθειες, για να
αποκτήσουν δεξιότητες στα Μαθηµατικά, αλλά δεν καταβάλλουν απαραίτητα περισσότερες
αξιοσηµείωτες προσπάθειες. Η δέσµευσή τους στο καθήκον είναι ουσιαστικά διαφορετικής
φύσης από εκείνη των µαθητών που δεν είναι αποδοτικοί. Πιο συγκεκριµένα, οι µαθητές της
πρώτης περίπτωσης χρησιµοποιούν κατάλληλες γνωστικές στρατηγικές, που οδηγούν σε
καλά αποτελέσµατα. Μαθητές σαν την Sandra, που πιστεύουν ότι οι δεξιότητές τους στα
Μαθηµατικά είναι ελλιπείς, µπορεί να καταβάλλουν κι αυτοί προσπάθειες στα Μαθηµατικά.
Κάνουν, όµως, και πολλά πράγµατα που είναι αναποτελεσµατικά, όπως το να κάθονται και
να αναστενάζουν πάνω από τα βιβλία τους, αντιγράφοντας πολλές από τις ασκήσεις και
ξαναδιαβάζοντας κάποιες σελίδες. Αυτό το είδος προσπάθειας δηµιουργεί άγχος και
απογοήτευση και οδηγεί σε χαµηλή απόδοση. Η έρευνα έδειξε ότι οι εκπαιδευτικοί µπορούν
να εξασκήσουν τους µαθητές τους, ώστε να αναπτύξουν τις πεποιθήσεις τους για την
προσπάθεια. Παρουσιάζει ενδιαφέρον να σηµειώσουµε ότι οι εκπαιδευτικοί που εξασκούν
τους µαθητές τους στην προσπάθεια αντααµείβονται µε την ανάπτυξη των εσωτερικών
κινήτρων των µαθητών τους.

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Παρατηρήσεις εκπαιδευτικών επιβεβαιώνουν ότι οι µαθητές αναπτύσσουν µια βασική
αρχή, ώστε να δηλώνουν αν έχουν καταβάλει αρκετή προσπάθεια ή όχι για την επίτευξη του
µαθησιακού στόχου. Χρησιµοποιούν συγκεκριµένους κανόνες σχετικά µε το πότε σταµατούν
τις προσπάθειες. Για παράδειγµα, η Sandra ίσως σκεφτεί: «΄Εχω δουλέψει πάνω από µια
ώρα. Αυτό πρέπει να αρκεί για τα καθήκοντα των Μαθηµατικών». ΄Η: «∆ούλεψα πιο σκληρά
για τα Μαθηµατικά απ’ ό,τι για την Ιστορία». Ο Stefano πάλι ίσως κρίνει: «∆ε χρειάζεται να
δουλεύω σκληρά για τα Μαθηµατικά. Απλώς κάνω τις ασκήσεις και συνήθως αυτό λειτουργεί
αποτελεσµατικά». ΄Η: «∆ούλεψα πολύ περισσότερο από όλους τους φίλους µου, για να γράψω
ένα καλό κείµενο - αυτό πρέπει να είναι αρκετό».
Γενικά, η θεωρία των µαθητών για την προσπάθεια είναι εξελισσόµενη. Οι µαθητές
χρειάζονται συγκεκριµένους προσδιορισµούς, για να συγκροτήσουν πεποιθήσεις για την
προσπάθεια σε συγκεκριµένους τοµείς, και πρέπει να παρακινούνται να επικαιροποιούν αυτές
τις πεποιθήσεις, όσο αναπτύσσονται οι δεξιότητές τους. ΄Οταν ενθαρρύνετε και εκτιµάτε την
προσπάθεια, οι µαθητές σας θα αρχίσουν να θεωρούν τους εαυτούς τους υπεύθυνους για τη
δική τους µάθηση. Είναι, όµως, απαραίτητο να παρέχετε στους µαθητές σας την κατάλληλη


9




ανατροφοδότηση. ΄Ενας καλός τρόπος να ξεκινήσετε είναι να τους προσφέρετε
συγκεκριµένους προσδιορισµούς, που θα καθοδηγήσουν τους µαθητές στο να προβλέψουν
την απαιτούµενη για ένα καθήκον προσπάθεια. Αφού ολοκληρώσουν το καθήκον, θα
µπορούσε να κληθούν να αναλογιστούν την προσπάθεια που κατέβαλαν. ΄Ηταν αρκετή ή
υπερβολική και γιατί; Από τη στιγµή που οι µαθητές συνηθίσουν να σκέφτονται πάνω στην
προσπάθειά τους, είναι καλύτερα εξοπλισµένοι, ώστε να οργανώνουν µόνοι τη µάθησή τους.

Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Βoekaerts, 1997; Covington, 1992; Pintrich, 2001; Wlodkowski & Jaynes, 1990; Ryan
& Deci, 2000.








6. Επιλογή στόχων και αξιολόγηση (εκτίµηση).

Οι µαθητές έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση και ανατροφοδότηση για το πώς θα
αναπτύξουν στρατηγικές κινήτρων.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Οι µαθητές που συσχετίζουν τους στόχους που θέτουν οι εκπαιδευτικοί µε τους δικούς τους
λόγους για µάθηση δηµιουργούν δέσµευση σ’ ένα επιθυµητό προκαθορισµένο αποτέλεσµα. Η
διαδικασία που ακολουθούν αυτοί οι µαθητές στο να θέτουν στόχους διαφέρει ουσιαστικά
από εκείνη των µαθητών που απλώς συµµορφώνονται µε τις προσδοκίες του δασκάλου.
Πρόσφατα ευρήµατα ερευνών δείχνουν ότι οι µαθησιακοί στόχοι που έχουν συµφωνηθεί από
κοινού από τους µαθητές και τους εκπαιδευτικούς είναι πιθανότερο να επιτευχθούν. Μια
τέτοια συµφωνία ανακλά την πρόθεση και των δύο µερών να καταβάλλουν προσπάθειες.
Η επιλογή ενός µαθησιακού στόχου συνδέεται µε τη διαµόρφωση µιας στρατηγικής
κινήτρων που προσαρµόζεται στην πραγµατική µαθησιακή κατάσταση. Η στρατηγική αυτή
συνίσταται σε δραστικές απόπειρες από την πλευρά του µαθητή να ενεργοποιήσει ευνοϊκές
πεποιθήσεις – κίνητρα, να προσέξει σχετικές νύξεις στο µαθησιακό περιβάλλον και να
αγνοήσει άλλες που τον αποσπά από τη µάθηση. Οι µαθητές που αφιερώνουν χρόνο για να
εκτιµήσουν µαθησιακές καταστάσεις σε σχέση µε τους δικούς τους στόχους, ανακαλύπτουν
επιθυµητά και ανεπιθύµητα προκαθορισµένα αποτελέσµατα. Για παράδειγµα, ο Stefano
µισούσε όλες τις ασκήσεις για τις οποίες έπρεπε να χρησιµοποιήσει λεξικό. Εντούτοις, η
αναγνώριση επιθυµητών αποτελεσµάτων από µια γλωσσική δραστηριότητα ήταν ένα
στοιχείο που άλλαξε τη συµπεριφορά του. Ο δάσκαλος του πρότεινε να στείλει γράµµα σ’
ένα παιδί από τη Σκοτία, που ήθελε να γίνει µηχανικός διαστηµοπλοίων. Η ευνοϊκή
αξιολόγηση των συµφραζοµένων του φίλου δι’ αλληλογραφίας και τα προσδοκώµενα θετικά
αποτελέσµατα (η απάντησή του) µετέτρεψαν τον Stefano από παθητικό σε δραστήριο
µαθητή. ΄Εµαθε να εστιάζει την προσοχή του στα θετικά αποτελέσµατα και να αγνοεί τα
ανεπιθύµητα. (π.χ. ορθογραφικά λάθη), ενώ επίσης ανακάλυψε και τη δύναµη της γραφής ως
οργάνου επικοινωνίας.
Οι µαθητές που αρχίζουν µια µαθησιακή διαδικασία ενεργοποιώντας ευνοϊκές πεποιθήσεις,
ιδιαίτερα προσανατολισµό στην τέλεια µάθηση και πεποιθήσεις σχετικές µε την προσωπική
αποτελεσµατικότητά τους, χρειάζονται σε σύγκριση µε άλλους λιγότερη ενθάρρυνση για να
την αρχίσουν. Επιπλέον, οι ευνοϊκές πεποιθήσεις ελκύουν την προσοχή των µαθητών σε
νύξεις που γίνονται στο µαθησιακό περιβάλλον και οι οποίες µε τη σειρά τους προκαλούν
πρόσθετο ενδιαφέρον και αυτοπεποίθηση για τη δική τους ικανότητα να κάνουν την εργασία
τους.



10




Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Μέσα στο πλαίσιο της τάξης κύριος στόχος των εκπαιδευτικών είναι να διεξέλθουν τη
διδακτέα ύλη. Οι περισσότεροι, επίσης, υπερεκτιµούν την ικανότητα των µαθητών τους να
θέτουν τους δικούς τους µαθησιακούς στόχους. Ελάχιστος χρόνος ή προσπάθεια δαπανώνται
στην έκφραση της γνώµης των µαθητών σχετικά µε τη σηµασία και την αξία των
µαθησιακών δραστηριοτήτων. Συνεπώς, οι µαθητές µπορούν να κινητοποιηθούν για διάφορες
εξωσχολικές δραστηριότητες, αλλά δεν έχουν ιδέα για το πώς µπορούν να κινητοποιηθούν σε
σχέση µε τη σχολική εργασία. Κι όµως, κατά τη φάση της διαµόρφωσης των στόχων οι
µαθητές θέτουν τα θεµέλια για περαιτέρω µάθηση και την ανάπτυξη του ενδιαφέροντός τους.
Τι µπορεί να γίνει για να ενθαρρύνετε τους µαθητές σας να αναπτύξουν στρατηγικές
δραστηριοποίησης; Η διαδικασία επιλογής στόχων µπορεί να διευκολυνθεί µε το να βάζετε
τους µαθητές να σκεφτούν, γιατί ένα συγκεκριµένο µαθησιακό καθήκον είναι σηµαντικό,
σχετικό, γελοίο, βαρετό, προκλητικό, δύσκολο ή εύκολο. Γιατί είναι βέβαιοι (ή έχουν
αµφιβολίες) για τις ικανότητές τους σχετικά µ’ ένα καθήκον και τι προκαλεί την αµφιβολία ή
την αυτοπεποίθησή τους; Αφού οι µαθητές ολοκληρώσουν το συγκεκριµένο καθήκον,
µπορούν να ξανασκεφτούν την αρχική εκτίµησή τους γι’ αυτό. Ζητήστε τους να πουν µε δικά
τους λόγια, αν άλλαξε η εκτίµησή τους για το καθήκον ή όχι και γιατί. Με το να ζητάτε από
τους µαθητές σας να προβληµατιστούν πάνω στις αρχικές ικανότητές τους και τις
συνακόλουθες εκτιµήσεις τους σχετικά µε διάφορα µαθησιακά καθήκοντα και τις πρώτες
προσδοκίες τους για το αποτέλεσµα, δηµιουργείτε ευνοϊκό κλίµα στην τάξη σε σχέση µε τη
διαµόρφωση στόχων. Οι µαθητές σας θα νιώσουν ελεύθεροι να εκφράσουν τις εκτιµήσεις
τους µε τρόπο σαφή και πρόσφορο για συζήτηση, να διατυπώσουν ερωτήσεις γύρω από τα
κίνητρα µάθησης τα δικά τους και των άλλων παιδιών, καθώς και να µάθουν το ένα από το
άλλο. Αν δείξετε ενδιαφέρον για τους λόγους για τους οποίους οι µαθητές σας θεωρούν
κάποια θέµατα ως αγαπηµένα, ενώ άλλοι τα βρίσκουν ανιαρά, θα κερδίσετε κι εσείς και οι
µαθητές πληροφορίες σχετικά µε το ποιες στρατηγικές είναι λειτουργικές για τα κίνητρα.

Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Boekaerts, 1997; Boekaerts, 2001; Niemivirta, 1999; Turner & Meyer, 1998; Vermeer
et al., 2000.









7. Αγώνας για την επίτευξη των στόχων και ισχυρή βούληση
(αυτοέλεγχος).

Οι µαθητές έχουν ανάγκη από ενθάρρυνση και ανατροφοδότηση, για να αναπτύξουν
ισχυρή βούληση.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Οι καλές προθέσεις, που ήταν αποτελεσµατικές στο επίπεδο της διαµόρφωσης των στόχων,
δεν οδηγούν αυτόµατα και στην επίτευξή τους. Αρκετοί µαθησιακοί στόχοι απαιτούν έντονη
δραστηριοποίηση από τη µεριά του µαθητή για να επιτευχθούν, πράγµα που σηµαίνει ότι
πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια. Η προσπάθεια αναφέρεται σε µια σκόπιµη ενέργεια που
αυξάνει το βαθµό δέσµευσης σ’ ένα καθήκον, όπως η αυξηµένη προσοχή, η συγκέντρωση και
ο χρόνος που αφιερώνονται σ’ ένα καθήκον ή κατά την ενασχόληση µε συγκεκριµένες
δραστηριότητες (π.χ. επανάληψη της ανάγνωσης, πρόβες, υπογράµµιση, παράφραση,
αντιγραφή). Αλλά συχνά η προσπάθεια µειώνεται, όταν το καθήκον γίνεται περισσότερο



11




περίπλοκο ή λιγότερο ενδιαφέρον, όταν συναντώνται προβλήµατα ή όταν ανταγωνιστικές
δραστηριότητες αποσπούν τους µαθητές. Σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται αυτοέλεγχος,
ώστε να διατηρηθούν η προσοχή και η προσπάθεια.
Γονείς και εκπαιδευτικοί θεωρούν, µε όµοιο τρόπο, την επιµονή ως σηµαντική παράµετρο
του αυτοελέγχου. Κι όµως, η έρευνα έδειξε ότι η επιµονή δεν αποτελεί απαραίτητα αρετή.
Κάποιοι µαθητές δοκιµάζουν ξανά και ξανά την ίδια στρατηγική, για να ολοκληρώσουν µια
εργασία (υψηλός δείκτης επιµονής), ενώ άλλοι απορρίπτουν µια στρατηγική µε την πρώτη
ένδειξη αποτυχίας (χαµηλός δείκτης επιµονής). Πορίσµατα πρόσφατων ερευνών δείχνουν ότι
δύο βασικές µαθησιακές στρατηγικές πρέπει να εφαρµοστούν. Η πρώτη έχει να κάνει µε την
ικανότητα των µαθητών να θέσουν σε εφαρµογή ένα σχέδιο λύσης, χωρίς πολλούς
δισταγµούς. Η δεύτερη αναφέρεται στην ικανότητά τους να κρίνουν, αν είναι γόνιµο να
συνεχίσουν µε βάση αυτό το σχέδιο ή αν είναι προτιµότερο να το εγκαταλείψουν, γιατί δεν
οδηγεί πουθενά.
Πριν αρχίσουν οι µαθητές να ασχολούνται µε µια µαθησιακή δραστηριότητα, θα πρέπει να
προσανατολιστούν στο σκοπό και τα πιθανά σχέδια διεκπεραίωσής της. Οι αποφάσεις που
οδηγούν σε αποτελέσµατα ως προς το πόσο πρέπει να επιµείνει κανείς, ώστε να πετύχει το
στόχο, βασίζονται σ’ αυτή τη γνώση. Μαθητές που αντιλαµβάνονται πλήρως το µαθησιακό
στόχο και γνωρίζουν πλήθος στρατηγικών, για να παραγάγουν ένα ικανοποιητικό σχέδιο
λύσης, αξιοποιούν την προσπάθειά τους δηµιουργικά. Είναι σε θέση να κρίνουν ποιες
στρατηγικές είναι χρήσιµες και να ελέγξουν, επίσης, αν οι στρατηγικές που επέλεξαν είναι
αποτελεσµατικές, ώστε να φτάσουν στο στόχο τους. Αν προσέξουν ότι µια στρατηγική που
επέλεξαν δεν είναι αποτελεσµατική, µπορούν να επιλέξουν µια νέα και να ελέγξουν αν είναι
ή όχι αποτελεσµατική, ή αλλιώς να παραιτηθούν από το καθήκον, επειδή θα κρίνουν ότι η
προσπάθειά τους δεν είναι πλέον γόνιµη (π.χ. έλλειψη χρόνου ή πηγών). Αντίθετα, µαθητές
που έχουν εσφαλµένη αντίληψη για το στόχο ή στερούνται των κατάλληλων στρατηγικών
µπορεί να επιµείνουν κι αυτοί, αλλά η προσπάθειά τους δεν θα οδηγήσει στην επίτευξη του
στόχου τους. Για παράδειγµα, η Sandra, όταν κάνει την κατ’ οίκον εργασία της στα
Μαθηµατικά, επιχειρεί συχνά να εφαρµόσει διάφορα σχέδια λύσης στα τυφλά, µε την ελπίδα
ότι κάποιο θα είναι αποδοτικό.

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Πώς µπορείτε να βοηθήσετε τους µαθητές σας, ώστε να αποκτήσουν αυτοέλεγχο; Πρώτα
απ’ όλα, δε θα πρέπει να σας παρασύρει η προσπάθεια που παρατηρήσατε. Σε περίπτωση που
η καταβαλλόµενη προσπάθεια είναι σηµαντική (ή µικρή), απαιτείται επιπλέον να γνωρίζετε,
γιατί συµβαίνει αυτό. Για να είστε σε θέση να ερµηνεύσετε τις πρωτοβουλίες, την επιµονή
και την απεµπλοκή των µαθητών, πρέπει να έχετε σαφή γνώση του τρόπου µε τον οποίο
αντιλαµβάνονται το µαθησιακό στόχο, καθώς και της προσπάθειας που χρειάζεται να
καταβάλουν, για να τον πετύχουν. Στους µαθητές πρέπει να δίνονται πολλές ευκαιρίες να
µοχθήσουν για τους στόχους της µάθησης. Μπορείτε να τους εξασκήσετε σ’ αυτή τη
διαδικασία, υποδεικνύοντάς τους να θέτουν µια σειρά επιµέρους στόχων (βοηθητικοί) και
συνθέτοντας ένα κατάλογο ελέγχου (checklist), που θα τους βοηθάει να αξιολογούν, να
ελέγχουν και να αναλογίζονται το είδος και την ποιότητα της υποχρέωσης και της δέσµευσής
τους, όσο διαρκεί η διαδικασία επίλυσης.
Η σκέψη πάνω στη διαδικασία επίτευξης των στόχων συνεπάγεται ότι οι µαθητές θα έχουν
ερωτήσεις σχετικά µε τα µέσα που τους είναι απαραίτητα και επαρκή, ώστε να πετύχουν
ποικίλους επιµέρους στόχους. Για παράδειγµα, ο Stefano ίσως αναρωτηθεί: «΄Εχω αρκετό
χρόνο για να τελειώσω την κατ’ οίκον εργασία της Ιστορίας, πριν από το δείπνο, αν πρόκειται
να ξαναδιαβάσω κάθε ενότητα δύο φορές και να κάνω µια σύντοµη περίληψη;». Η σκέψη,
µετά την ολοκλήρωση της δραστηριότητας, πάνω στην προσπάθεια που καταβλήθηκε είναι
απαραίτητη, για να κατανοήσουν οι µαθητές τις προθέσεις τους σε σχέση µ’ αυτήν, καθώς
και το λόγο για τον οποίο δεν άσκησαν αυτοέλεγχο. Ζητώντας από τους µαθητές σας να
συγκρίνουν και να αντιπαραβάλλουν την έκταση και το είδος της καταβαλλόµενης
προσπάθειας σε ποικίλα καθήκοντα, µπορείτε να τους βοηθήσετε να διαµορφώσουν την
προσωπική τους θεωρία για την προσπάθεια και συγχρόνως να αποκτήσουν διορατικότητα
µέσα από τον αυτοέλεγχο.


12





Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Boekaerts, 1997; Boekaerts, 2001; Corno & Randi, 1997; Niemivirta, 1999; Skinner,
1995.







8. Εναρµονίζοντας ποικίλους στόχους µεταξύ τους.

Οι µαθητές νιώθουν ισχυρότερη δέσµευση για µάθηση, αν τα αντικείµενα µάθησης
είναι σύµφωνα µε τους στόχους τους.

Ερευνητικά πορίσµατα.
Οι εκπαιδευτικοί, οι παιδαγωγοί και οι γονείς είναι πεπεισµένοι ότι η κατάκτηση νέων
γνώσεων και δεξιοτήτων είναι ο σηµαντικότερος στόχος για τον οποίο θα έπρεπε να
καταβάλουν µόχθο οι µαθητές µέσα στο σχολικό περιβάλλον. Η πραγµατικότητα όµως είναι
διαφορετική. Οι νέοι δε θεωρούν τους µαθησιακούς στόχους που θέτουν οι εκπαιδευτικοί ως
τους πλέον σηµαντικούς για τη ζωή τους. Επιδιώκουν και πολλούς άλλους στόχους επίσης.
Για παράδειγµα, θέλουν να τους φέρονται δίκαια, να συγκροτούν ένα δίκτυο φίλων, να
µαθαίνουν περισσότερα για τα αγαπηµένα τους θέµατα και να συζητούν για ροµαντικούς
συντρόφους. Αυτοί οι προσωπικοί στόχοι παίζουν κρίσιµο ρόλο στις διαδικασίες µέσα από
τις οποίες ενεργοποιούνται τα κίνητρα, µια και καθορίζουν το περιεχόµενο, την κατεύθυνση
και την έντασή τους. Πρόσφατα δεδοµένα έδειξαν ότι οι µαθητές κινητοποιούνται
περισσότερο για την εργασία του σχολείου, όταν οι στόχοι που σχετίζονται µε το σχολείο
βρίσκονται σε αρµονία µε τις δικές τους επιθυµίες, ανάγκες και προσδοκίες. Παραδείγµατος
χάρη, η Sandra λατρεύει τη δασκάλα της και την έχει ως πρότυπο, επειδή αυτή αποδέχεται το
γεγονός ότι η Sandra θέλει να γίνει νοσοκόµα και συνδέει συχνά τη σχολική εργασία µ’ αυτό
το σηµαντικό στόχο. Μαθητές που βλέπουν ότι ο δάσκαλος αποδέχεται τους προσωπικούς
στόχους τους, αποδέχονται κι αυτοί ευκολότερα τους στόχους του εκπαιδευτικού. Αντίθετα,
µαθητές που συνειδητοποιούν ότι οι στόχοι τους αγνοούνται ή και παρεµποδίζονται,
εξεγείρονται εναντίον του συστήµατος και θεωρούν το πρόγραµµα των µαθηµάτων ξένο προς
την «αληθινή» ζωή τους.
∆άσκαλοι και γονείς συχνά διαµαρτύρονται ότι οι µαθητές δεν υιοθετούν τους στόχους που
έχουν επιλέξει για λογαριασµό τους και δεν ακολουθούν τις καλοπροαίρετες συµβουλές τους.
Για παράδειγµα, ο πατέρας του Stefano προσπαθεί να τον αποτρέψει από το να κάνει τα
καθήκοντα της κατ’ οίκον εργασίας του µε ανοιχτό το ραδιόφωνο, γιατί πιστεύει ότι η
µουσική επιδρά αρνητικά στη δραστηριοποίηση και στην απόδοσή του. Πρόσφατη, όµως,
έρευνα θέτει σε αµφισβήτηση αυτή την άποψη. Πάντως, τέτοιου είδους διενέξεις που
προκαλούνται από ενδιαφέρον, οδηγούν στη µαταίωση της ανάγκης του Stefano για
αυτονοµία. Συχνά, οι εκπαιδευτικοί (και οι γονείς) προσπαθούν να περάσουν τους δικούς
τους στόχους, ενισχύοντας έτσι τον αγώνα του παιδιού για αυτονοµία. Για δεκαετίες,
σχολεία, δάσκαλοι και ερευνητές περιόριζαν τους εκπαιδευτικούς στόχους στη µάθηση και
την επίτευξη στόχων που απλώς µαταίωναν τους κοινωνικοποιητικούς στόχους των µαθητών.

Κινητοποιώντας τους µαθητές σας.
Οι µαθητές κουβαλούν τους δικούς τους στόχους στην τάξη και θέλουν να κάνουν
διαπραγµάτευση µε σας για το πώς, πότε και µε ποιον επιλέγουν να τους πετύχουν. Είναι
σηµαντικό να αντιλαµβάνεστε ότι επιβάλλετε στους µαθητές σας πολλούς στόχους, ανάµεσα
στους οποίους αρκετοί είναι κοινωνικοποιητικοί. (π.χ. «Πρέπει να δουλεύετε µόνοι σας, χωρίς
τη βοήθεια των συµµαθητών σας» ή «Πρέπει να δουλέψετε σε µικρές οµάδες και να αναλάβετε
ευθύνες για να µάθουν τα µέλη της οµάδας σας»). Οι συµµαθητές, επίσης, επιβάλλουν στόχους


13




σε άλλους µαθητές (π.χ. «Αγνοήστε το δάσκαλο, όταν ζητάει εθελοντές»). ΄Οταν οι µαθητές
αντιλαµβάνονται ότι οι δικοί τους στόχοι είναι διαφορετικοί από τους δικούς σας, κάνουν
απόπειρες να ευθυγραµµίσουν τους στόχους του προγράµµατος µε τους δικούς τους. Για
παράδειγµα, η Sandra ίσως ρωτήσει: «Μπορώ να παραδώσω την εργασία µου αύριο, επειδή
δεν είχα αρκετό υλικό, ώστε να κάνω µια καλή δουλειά;». Παροµοίως, ο Stefano ενδέχεται να
ζητήσει: «Μπορώ να κάνω αυτή την εργασία µόνος µου, επειδή έχω διαφορετική άποψη από
τους υπόλοιπους στην οµάδα µου;». Αν ικανοποιήσετε αυτές τις απαιτήσεις, οι µαθητές σας
θα βιώσουν τον αυτοπροσδιορισµό. Οι θετικές σκέψεις και τα συναισθήµατα, που είναι µέρος
αυτής της εµπειρίας, θα συµβάλουν στο να προχωρήσει περαιτέρω η µαθησιακή διαδικασία.
Αντίθετα, αν απορρίψετε αυτά τα αιτήµατα, θα ζήσετε µια σύγκρουση στόχων, ενώ οι
µαθητές σας ίσως δε νιώσουν υπεύθυνοι για την επίτευξη των στόχων του προγράµµατος.
Πολλές µορφές κακής συµπεριφοράς µέσα στην τάξη µπορεί να «µεταφραστούν» µε όρους
σύγκρουσης στόχων. Θα αντιµετωπίσετε πιο εύκολα την κακή συµπεριφορά, όταν τη βλέπετε
ως σηµάδι µαταίωσης ενός σηµαντικού στόχου. Για παράδειγµα, ο Stefano ίσως πει: «Πώς
µπορώ να δουλέψω αποτελεσµατικά πάνω σ’ ένα µαθηµατικό πρόβληµα, όταν µου ζητάτε να
βοηθήσω συµµαθητές µου που αντιµετωπίζουν πάντοτε προβλήµατα;». Παρόµοια, η Sandra
ίσως ρωτήσει: «Γιατί δε µπορούµε να κάνουµε αυτή την εργασία οµαδικά;». Είναι σηµαντικό
να συνειδητοποιείτε ότι οι µαθητές σας θέλουν να τους συµπεριφέρεστε µε σεβασµό.
Περιµένουν από σας να τους εξηγήσετε, γιατί απορρίπτετε τα αιτήµατά τους.

Βιβλιογραφικές παραποµπές.
Boekaerts, 1998; Boekaerts, 1999; Maehr, 1984; Wentzel, 1996.









Επίλογος.

Λέγεται συχνά ότι η κακή διδασκαλία σκοτώνει τα κίνητρα και ότι η καλή έχει τα καλύτερα
αποτελέσµατα για τους µαθητές όλων των ηλικιών. Aν θέλετε να ενθαρρύνετε τους µαθητές
σας να γίνουν δάσκαλοι του εαυτού τους και να αναπτύξουν αυτόνοµες µαθησιακές
δεξιότητες, πρέπει να γνωρίζετε τις αρχές που διέπουν τη δραστηριοποίηση των κινήτρων
µάθησης. Οι οκτώ αρχές που περιέχονται σ’ αυτό το φυλλάδιο έχουν εφαρµογή σε παιδιά και
εφήβους από διαφορετικές χώρες και πολιτισµούς. Περιέγραψα τις αρχές µε τέτοιο τρόπο,
ώστε να καταλάβετε πλήρως γιατί οι µαθητές δραστηριοποιούνται ή όχι, για να µάθουν µέσα
στο περιβάλλον της τάξης. Πρέπει, όµως, ακόµη να προσαρµόσετε αυτές τις αρχές στο
συγκεκριµένο περιβάλλον της τάξης σας. Επικεντρώθηκα σε δύο µαθητές πρωτοβάθµιας
εκπαίδευσης, τον Stefano και την Sandra, και αναφέρθηκα στη σκέψη και τα συναισθήµατά
τους σε σχέση µε τα µαθήµατα των Μαθηµατικών και της Γλώσσας, αλλά οι αναφερόµενες
αρχές δεν έχουν εφαρµογή µόνον σε συγκεκριµένα προγράµµατα ή συγκεκριµένες ηλικίες.
Αντίθετα, αναφέρονται γενικά στη δραστηριοποίηση των κινήτρων µάθησης, που διέπουν
όλα τα µαθήµατα του σχολείου, τα επίπεδα δυσκολίας και τα είδη εκπαίδευσης, µε εστίαση
στις πεποιθήσεις, τις γνώµες και τις αξίες των µαθητών, καθώς και στο πώς αυτές οι
πεποιθήσεις που συνδέονται µε τα κίνητρα επηρεάζουν τη µάθηση. Γνωρίζοντας τις
πεποιθήσεις των µαθητών σας θα βοηθηθείτε να δηµιουργήσετε µαθησιακά περιβάλλοντα
που ταιριάζουν στις ψυχολογικές ανάγκες τους. Η ικανότητα να ακούτε τους µαθητές σας και
να παρατηρείτε τη συµπεριφορά τους στην τάξη θα σας δώσει τη δυνατότητα να
ενηµερωθείτε για το τι βρίσκουν ενδιαφέρον, προκλητικό, ανιαρό ή απειλητικό, και γιατί το
πιστεύουν αυτό. Η θέληση να διαπραγµατευτείτε µε τους µαθητές σας και να τους δώσετε
αυτονοµία, θα τους πείσει ότι ενδιαφέρεστε ειλικρινά για το πώς και γιατί µαθαίνουν. ΄Ενας


14




καλός τρόπος να αρχίσετε την παρατήρηση αυτή είναι να καλέσετε στην τάξη σας µαθητές
που σκέφτονται, νιώθουν και συµπεριφέρονται περίπου όπως ο Stefano και η Sandra.
Παρακολουθείστε αυτούς τους µαθητές για µερικές εβδοµάδες και ανακαλύψτε πώς οι οκτώ
αρχές που περιγράφονται σ’ αυτό το φυλλάδιο λειτουργούν στη δική σας τάξη.


Βιβλιογραφία.

Για τη βιβλιογραφία βλ. το πρωτότυπο κείµενο στα αγγλικά.

INTERNATIONAL ACADEMY OF EDUCATION

INTERNATIONAL BUREAU OF EDUCATION – IBE

UNESCO

EDUCATIONAL PRACTICES SERIES - No 10, 2002


Motivation to learn


Monique Boekaerts


Translated in Greek (2003)
by
Dr. Mauroskoufis Dimitrios
Research Associate at Aristotle Univercity of Thessaloniki
and
School Advisor

P.O. Box 50353
GR – 54013 Thessaloniki
Greece