3 Αυγ 2010

Η Ι∆ΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗΣ ΕΝΗΛΙΚΩΝ σύµφωνα µε τη θεωρία του Jack Mezirow για τη Μετασχηµατίζουσα Μάθηση


Του Αλέξη Κόκκου

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο κείµενο αυτό εξηγούνται οι λόγοι που σήµερα καθιστούν την εκπαίδευση ενηλίκων αυτοτελές και πολύ ενδιαφέρον πεδίο επιστηµονικών προσεγγίσεων και εκπαιδευτικών πρακτικών. Έχει πλέον αποδειχθεί ερευνητικά ότι οι ενήλικοι χάρη στην εν δυνάµει ικανότητά τους για κριτικό στοχασµό, µπορούν να µαθαίνουν µε τρόπο διαφορετικό και πιο ολοκληρωµένο σε σχέση µε τους ανηλίκους. Στο µέτρο που ο θεσµός της εκπαίδευσης ενηλίκων υιοθετεί αυτή την προοπτική, ανάγεται σε πεδίο όπου οι συµµετέχοντες μπορούν να επανεξετάζουν δηµιουργικά τις αιτίες και τις ιδεολογικές ρίζες των προβληµατικών καταστάσεων που αντιµετωπίζουν και να αναζητούν λειτουργικές λύσεις. Το κείµενο σχολιάζει κυρίως τις σκέψεις του J.Mezirow που θεµελίωσε τη θεωρία της Μετασχηµατίζουσας Μάθησης, καθώς και ορισµένων άλλων σηµαντικών στοχαστών που ασχολήθηκαν µε αυτό το ζήτηµα (Brookfield, Rogers, Illeris) και λειτουργεί σαν εισαγωγή στα κείµενά τους που παρουσιάζονται στο τεύχος της Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Οκτωβρίου...

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Οι θεµελιωτές της εκπαίδευσης ενηλίκων επιχείρησαν ήδη από τη δεκαετία του
1960 να αναπτύξουν µια θεωρία που να αποδεικνύει ότι ο τρόπος µε τον οποίο
µαθαίνουν οι ενήλικοι και ο σκοπός της εκπαίδευσής τους διαφέρουν από εκείνους
που αφορούν τους ανηλίκους. Αν αυτό εθεωρείτο δεδοµένο, η εκπαίδευση ενηλίκων
θα µπορούσε να διεκδικήσει µια αυτοτελή θέση ανάµεσα στις επιστήµες της αγωγής.
Συνακόλουθα οι εκπαιδευτές ενηλίκων θα µπορούσαν να θεωρηθούν ως κατ'
αποκλειστικότητα κάτοχοι ενός συγκεκριµένου σώµατος γνώσεων, ικανοτήτων και
µεθόδων, πράγµα που θα συγκροτούσε την επαγγελµατική τους ταυτότητα και θα
ενίσχυε το κοινωνικό τους κύρος.
Ο πρώτος που επεξεργάστηκε συστηµατικά το ζήτηµα ήταν ο Malcolm Knowles
(1913-1977), οι απόψεις του οποίου άσκησαν µεγάλη επιρροή τις δεκαετίες 1970-
1980. Με το βιβλίο του που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο “The Modern Practice
of Adult Education: Andragogy versus Pedagogy” (1970) διατύπωσε τη θεωρία της
ανδραγωγικής. Υποστήριξε, ότι οι ενήλικοι σκέπτονται και συµπεριφέρονται κατά
τρόπο ριζικά διαφορετικό από τους ανηλίκους. Έχουν πολύ ευρύτερο και
διαφορετικής υφής απόθεµα εµπειριώνׁ έχουν έντονη ανάγκη να αυτοκαθορίζονταιׁ
επιζητούν να συµµετέχουν ενεργητικά στις διαδικασίες που τους αφορούν. Κατά
* Ο Αλέξης Κόκκος είναι Καθηγητής Εκπαίδευσης Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο
και Πρόεδρος της Επιστηµονικής Ένωσης Εκπαίδευσης Ενηλίκων.

προέκταση η εκπαίδευση ενηλίκων έχει ως σκοπό την αυτοδυναµία των
εκπαιδευοµένων και χαρακτηρίζεται από µεθόδους βιωµατικής µάθησης, από την
ευρετική πορεία προς τη γνώση και από ανοικτές, συνεργατικές σχέσεις
εκπαιδευτών - εκπαιδευοµένων (Knowles, 1998).1
Στις απόψεις του Knowles ασκήθηκε έντονη κριτική από µελετητές της εκπαίδευσης
ενηλίκων, σύµφωνα µε τους οποίους η ανδραγωγική δεν αποτελεί ολοκληρωµένη
θεωρία αλλά απλό σύνολο αξιωµάτων που δεν βασίζονται σε επιστηµονική
τεκµηρίωση (Brookfield, 1986, σ. 98ֹ Jarvis,1985, σ. 100-101). Επίσης προσήψαν
στον Knowles ότι η διάθεση αυτοκαθορισµού στην εκπαιδευτική διεργασία δεν
χαρακτηρίζει εξ ορισµού τους ενηλίκους, δεδοµένου ότι πολλοί δέχονται - και συχνά
επιδιώκουν – το ρόλο του παθητικού εκπαιδευοµένου (Rogers, 22002α, κεφ. 10ׁ
Jarvis, 2004, σ. 142).
Ταυτόχρονα, στις δεκαετίες 1970-1980, αρκετοί άλλοι διανοητές στράφηκαν στη
διερεύνηση των χαρακτηριστικών των ενηλίκων ως εκπαιδευοµένων, θέλοντας να
αντλήσουν συµπεράσµατα για τις διδακτικές πρακτικές που ενδείκνυται να
χρησιµοποιούνται (βλ. λ.χ. Cross, 1981ׁ Houle, 1980ׁ Knox, 1977ׁ Kolb, 1984ׁ J.
Rogers, 1971ׁ
Smith, 1982).Εξετάστηκαν ζητήµατα όπως η υποκίνηση των
ενηλίκων απέναντι στην εκπαίδευση, οι µαθησιακοί τους στόχοι, οι τρόποι µε τους
οποίους µαθαίνουν, τα εσωτερικά και εξωτερικά εµπόδια απέναντι στη µάθηση κ.ά.,
χωρίς ωστόσο αυτές οι αναζητήσεις να καταλήγουν σε µια γενική θεωρία
αναγνωρισµένου κύρους που να αναδεικνύει την ειδοποιό διαφορά και τον ειδικό
σκοπό της ενήλικης µάθησης.
Το κενό καλύφθηκε σε µεγάλο βαθµό τα τελευταία 15 χρόνια από τους J. Mezirow
και St. Brookfield κυρίως, χωρίς να πραγνωρίζεται η συνεισφορά άλλων µελετητών
όπως οι D. Boud (2002), P. Freire (1977α, 1977β), K. Illeris (2002α, 2002β), P.
Jarvis (2004), A. Rogers (22002α, 2003), D. Schon (1983), Ch. Argyris (1993)
κ.ά. Καθοριστικής σηµασίας είναι το έργο του Jack Mezirow, που αποτελεί το
επίκεντρο των συζητήσεων για την εκπαίδευση ενηλίκων τα τελευταία χρόνια. Με τα
πρώιµα άρθρα του (1981, 1985) και κυρίως µε τα πρώτα βιβλία του (1990, 1991)
έθεσε τα θεµέλια µιας κριτικής θεωρίας για την ενήλικη µάθηση και εκπαίδευση. O
ίδιος λίγο αργότερα όρισε τη θεωρία του ως “θεωρία µεταχηµατίζουσας µάθησης,
που επιδιώκει να εξηγήσει τον τρόπο µε τον οποίο δοµείται η ενήλικη µάθηση και να
προσδιορίσει τις διεργασίες σύµφωνα µε τις οποίες µπορούν να µετασχηµατίζονται
τα πλαίσια αναφοράς µε βάση τα οποία αντιλαµβανόµαστε και ερµηνεύουµε τις
εµπειρίες µας” (Mezirow, 1991, σ. XIII). Η θεωρία αυτή έχει ρίζες στο έργο του
John Dewey (βλ. σχετικά στο κείµενο του Mezirow, που δηµοσιεύτηκε στο αφιέρωµα
στην εµπειρική εκπαίδευση ενηλίκων στο τεύχος 4 αυτού του περιοδικού) και
θεµελιώνεται σε στέρεες, σύγχρονες επιστηµονικές πηγές. Από τη µία, αξιοποιεί
πλήθος ερευνών που αναφέρονται στον ιδιαίτερο τρόπο µε τον οποίο οι ενήλικοι
αντιλαµβάνονται και ερµηνεύουν την πραγµατικότητα (λ.χ. King και Kitchener,
1 Περισσότερα στοιχεία για τη θεωρία της ανδραγωγικής βλ. στο Κόκκος, 2005, σ. 48-52

Arlin). Από την άλλη, αξιοποιεί ως υπόβαθρο των συλλογισµών του την Κριτική
Θεωρία που διαµορφώθηκε από τη Σχολή της Φραγκφούρτης (κυρίως αντλεί από
τους Adorno και Habermas). Η Κριτική Θεωρία εστιάζει στον τρόπο µε τον οποίο οι
ενήλικοι µπορούν να εισέλθουν σε µια διεργασία χειραφέτησης σκεπτόµενοι κριτικά
επάνω στις κυρίαρχες ιδεολογίες και πρακτικές που έχουν υιοθετήσει υπό την
επιρροή του πολιτισµικού πλαισίου, αλλά που λειτουργούν ενάντια στα ζωτικά
συµφέροντά τους και τους καταδυναστεύουν (κλασικό παράδειγµα ήταν η
εσωτερίκευση της ναζιστικής ιδεολογίας και πρακτικής από εκατοµµύρια
ανθρώπους).
Ο Mezirow µεταφέρει την προβληµατική της σχολής της Φραγκφούρτης στο πεδίο
της εκπαίδευσης ενηλίκων. Υποστηρίζει, ότι ο κριτικός στοχασµός επάνω στις
παραδοχές (πεποιθήσεις) µας που έχουν εµφυτευθεί από το πολιτισµικό πλαίσιο και
συχνά οδηγούν σε δυσλειτουργική συµπεριφορά, αποτελεί προϋπόθεση για την
περισσότερο εναρµονισµένη ένταξη στην πραγµατικότητα. Όµως µόνο οι ενήλικοι
είναι εν δυνάµει ικανοί για αυτή τη διεργασία. Το παιδί µπορεί και αυτό να
συνειδητοποιήσει ότι οι τρόποι σκέψης και συµπεριφοράς του δεν αποδίδουν µέσα
στο πλαίσιο των συνθηκών του, αλλά δεν διαθέτει τη “συναισθηµατική πείρα” ή,
όπως το διατυπώνει ο Brookfield (1996), “το εύρος, το βάθος, την ποικιλοµορφία
και την ένταση των εµπειριών”, που εµφανίζονται µε την πάροδο του χρόνου στην
ενήλικη φάση της ζωής και καθιστούν δυνατή την ολοκληρωµένη επεξεργασία των
βιωµάτων και την επαναξιολόγηση των εσωτερικευµένων κανόνων και παραδοχών.
Σύµφωνα µε τον Brookfield (1996) “∆εν µπορούµε να προσεγγίσουµε κριτικά την
ισχύ των αδιαφιλονίκητων παραδοχών µας για τις διαπροσωπικές σχέσεις µέχρις
ότου έχουµε ζήσει τις συνέπειες των ενεργειών µας. Πώς µπορούµε να
αξιολογήσουµε την αλήθεια των κανόνων που µάθαµε στην παιδική ηλικία σχετικά µε
τις σχέσεις, την εργασία και την πολιτική, εάν δεν έχουµε δοκιµάσει άµεσα αυτές τις
σύνθετες, αντιφατικές και διφορούµενες πραγµατικότητες;”. Επιπλέον, επισηµαίνει ο
Mezirow (2000), µόνο οι ενήλικοι µπορούν να διανύσουν τα πιο προχωρηµένα στάδια
της νοητικής διεργασίας, δηλαδή να συσχετίσουν πλήθος αφηρηµένων εννοιών
κατανοώντας τις αλληλεπιδράσεις τους και να διερευνήσουν συγκριτικά όλες τις –
συχνά αντιφατικές – πλευρές ενός ζητήµατος, κατανοώντας έτσι τα όρια της γνώσης
και αποδεχόµενοι τη σχετικότητά της. Απόρροια των παραπάνω είναι η εκπαίδευση
ενηλίκων, ως συγκροτηµένη µαθησιακή διεργασία, να ανάγεται σε προνοµιακό πεδίο
για την πραγµατοποίηση ενός θεµελιακού σκοπού της ύπαρξης, που είναι η
απελευθέρωση από τις δυσλειτουργικές παραδοχές.
Τα κείµενα του Mezirow σχολιάστηκαν κριτικά από αρκετούς µελετητές. Του
πρόσηψαν ότι προσεγγίζει τη χειραφέτηση κυρίως από ψυχολογική σκοπιά και
υποτιµά την οργανική σχέση της µε τη δράση (βλ. λ.χ. Collard και Law, 1989• Jarvis,
2004) ότι παραγνωρίζει τους πολιτικούς παράγοντες και τις σχέσεις εξουσίας που
επηρεάζουν τις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και ειδικότερα τις εκπαιδευτικές
(βλ. λ.χ. Brookfield, 2001ֹ Griffin, 1987)ֹ ότι παραβλέπει το γεγονός ότι λίγοι
ενήλικοι έχουν τα προαπαιτούµενα για να ολοκληρώσουν την πορεία του
αντιληπτικού µετασχηµατισµού (Merriam, 2004). Ο Mezirow, συνεπής σε σχέση µε

όσα υποστηρίζει περί ανοικτού διαλόγου, επεξεργάστηκε δηµιουργικά πολλές από
αυτές τις κριτικές παρατηρήσεις και διαµόρφωσε συνθετικά επιχειρήµατα που
εµπλούτισαν σηµαντικά τη θεωρία του, σε συνδυασµό και µε άλλες προσεγγίσεις που
συνάντησε στην πορεία του χρόνου και ενσωµάτωσε στοιχεία τους, όπως λ.χ. την
προσέγγιση του Goleman για τη συναισθηµατική νοηµοσύνη ή του Bruner για τη
σύνθεση διαφορετικών απόψεων µέσα από διαπραγµάτευση (βλ. στα άρθρα του
Mezirow, 1994α, 1994β, 1996, 1998, 2004 και, κυρίως, στο τελευταίο βιβλίο του,
2000).
Ταυτόχρονα, ο Steven Brookfield, µερικά χρόνια νεότερος του Mezirow
ακολούθησε επάλληλη πορεία. Ήδη µε το πρώτο βιβλίο του (1986) επιχείρησε να
εντοπίσει τις θεωρητικές – ερευνητικές προσεγγίσεις που καθιστούν την εκπαίδευση
ενηλίκων αυτοτελές επιστηµονικό πεδίο και συνέχισε την αναζήτηση στα επόµενα
κείµενά του (βλ. κυρίως 1996, 2001). Σε γενικές γραµµές συνταυτίζεται µε τις
θέσεις που διατύπωσε ο Mezirow, ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία
εκείνου σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της θεωρίας της µετασχηµατίζουσας µάθησης.
Από την άλλη, ο Brookfield συνείσφερε τα µέγιστα στην εξέλιξή της (βλ. λ.χ. 1995,
1996, 2001, 2003), πράγµα που ο Mezirow επισηµαίνει µε τη σειρά του σε όλα
σχεδόν τα κείµενά του. Επιπλέον ο Brookfield αποσαφήνισε και έκανε
εναργέστερους τους συχνά δύσβατους συλλογισµούς του Mezirow και
επεξεργάστηκε µεθόδους και τεχνικές µε τις οποίες ο εκπαιδευτής ενηλίκων µπορεί
να συµβάλει στη διεργασία της µετασχηµατίζουσας µάθησης (βλ. ιδίως 1995)ֹ έδωσε
έµφαση στο ζήτηµα των συναισθηµατικών δυσκολιών που αντιµετωπίζουν οι ενήλικοι
εκπαιδευόµενοι όταν επαναξιολογούν πεποιθήσεις στις οποίες ήταν µακροχρόνια
προσκοληµµένοι (βλ. ιδίως 1996)ֹ ανέδειξε τη σηµασία της συµµετοχής των
εκπαιδευοµένων σε µια συνεργατική οµάδα, όπου αλληλοϋποστηρίζονται και βιώνουν
από κοινού συναισθήµατα, ανταλλάσσουν γνώµες και εµπειρίες, δοκιµάζουν
εναλλακτικές λύσεις, µε άλλα λόγια διαµορφώνουν ένα πλαίσιο µέσα στο όποιο η
µετασχηµατίζουσα διεργασία ενδυναµώνεται και παίρνει νόηµα (βλ. ίδιως 1995,
2000). Τέλος, ο Brookfield – διαφοροποιούµενος σε αυτό το σηµείο από τον
Mezirow – ανέδειξε την έντονη πολιτική διάσταση που χρειάζεται να χαρακτηρίζει
τον κριτικό στοχασµό επάνω στα κοινωνικά φαινόµενα, επισηµαίνοντας ότι έχει
καταλυτική σηµασία η αποκάλυψη του τρόπου µε τον οποίο τα κυρίαρχα ιδεολογικά
συστήµατα συσκοτίζουν, νοµιµοποιούν και αναπαράγουν, σε βάρος των πολιτών, τις
σχέσεις οικονοµικής και πολιτικής ανισότητας µε τις οποίες είναι εµποτισµένη η
καθηµερινή ζωή (βλ. ιδίως 2000, 2001).
Ασφαλώς όµως, η διερεύνηση των χαρακτηριστικών της ενήλικης µάθησης δεν
περιορίζεται στο έργο των Mezirow και Brookfield. Και άλλοι σηµαντικοί µελετητές,
όπως οι γνωστοί στην Ελλάδα Paulo Freire, Peter Jarvis και Alan Rogers,
σχηµάτισαν τη δική τους διαδροµή ως προς αυτό το ζήτηµα.
Στα κείµενα του Jarvis δεν συναντώνται πολλές ρητές αναφορές στη διαφορά του
τρόπου µάθησης ενηλίκων και ανηλίκων. Για παράδειγµα, στο βασικό του βιβλίο
(2004) υπάρχει µόνο µία σχετική µνεία (σ. 110), που αφορά τη διαφορά ενηλίκων και

ανηλίκων ως προς τη δυνατότητα αποµνηµόνευσης και, κατά προέκταση, ως προς τη
διαφορετική αντιµετώπιση που χρειάζεται να έχουν από τους εκπαιδευτές. Από την
άλλη όµως, µια προσεκτική µελέτη του συνολικού έργου του Jarvis οδηγεί στο
συµπέρασµα ότι αποτελεί µια συνθετική, σε βάθος σπουδή που αναφέρεται στην
ιδιαιτερότητα της ενήλικης κατάστασης και εκπαίδευσης, καθώς και στο θεµελιώδη
σκοπό της που δεν είναι άλλος από τη χειραφέτηση των συµµετεχόντων (βλ. Κόκκος,
2005β, Εισαγωγή, παρ. 6). Από την άλλη, ο Freire ασχολήθηκε επίσης αποκλειστικά
µε την ενήλικη µάθηση, απηχώντας τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες των χωρών
του τρίτου κόσµου. ∆ιαµόρφωσε και εφάρµοσε µια ολοκληρωµένη εκπαιδευτική
θεωρητική προσέγγιση, αλλά και πρακτική µέθοδο µε βάση την οποία οι
καταδυναστευόµενοι είναι δυνατόν να συνειδητοποιούν κριτικά τις σχέσεις
κοινωνικής, πολιτικής, ιδεολογικής εξάρτησης στις οποίες υπάγονται και να
αναλαµβάνουν δράση που αποβλέπει στη χειραφέτησή τους (βλ. Κόκκος, 2005β,
Εισαγωγή, παρ. 2). Η απήχηση του έργου του Freire είναι εµφανής σε πολλά κείµενα
των Mezirow και Brookfield.
Ο Alan Rogers ασχολήθηκε συστηµατικά µε τη διαφορά του τρόπου µάθησης
ενηλίκων και ανηλίκων (2002αֹ 2002βֹ 2003αֹ 2003β). Έδωσε µάλιστα στα δύο
τελευταία κείµενά του τον χαρακτηριστικό τίτλο “What is the difference?”. Η
προσοχή του επικεντρώνεται όχι τόσο στις νοητικές διαστάσεις της µαθησιακής
διεργασίας όσο στις σχέσεις διδάσκοντος – διδασκοµένων, γιατί θεωρεί ότι σε αυτό
το σηµείο βρίσκεται η σηµαντική διαφορά. Χαρακτηριστικά, υποστηρίζει (2003β) ότι
τα παιδιά εµπλέκονται στην εκπαίδευση µε επίγνωση ότι είναι ακόµα ατελή
υποκείµενα (“δεν είναι ακόµα, αλλά µαθαίνουν να είναι ενήλικοι”), κατά συνέπεια
βιώνουν την ιεραρχική σχέση εξάρτησής τους από τον διδάσκοντα ως µη
αντιβαίνουσα στην ταυτότητα του εαυτού τους. Όµως, για τους ενήλικους η αποδοχή
του ρόλου του ατελούς υποκειµένου και η συνακόλουθη εξάρτηση από τον
διδάσκοντα, ακόµα και αν γίνεται µε τη συγκατάθεσή τους, βιώνεται ως αντιφατική
προς την ταυτότητά τους, που, για πολλούς, είναι ταυτόσηµη µε την αυτονοµία, την
υπευθυνότητα και την ωριµότητα. Έτσι, οι σχέσεις που διαµορφώνουν µε τον
εκπαιδευτή ενηλίκων, αν και ποικίλουν ανάλογα µε τη συνείδηση του εαυτού και του
ρόλου που χαρακτηρίζει τις δύο πλευρές, είναι, σε κάθε περίπτωση, πολύ πιο
σύνθετες και αντιφατικές από τις σχέσεις του παιδιού µε το δάσκαλό του. Σε κάθε
περίπτωση ωστόσο, σκοπός του εκπαιδευτή πρέπει να είναι η αύξηση της ικανότητας
αυτοκαθορισµού των συµµετεχόντων και η δηµιουργία ενεργών πολιτών (2005, σ.
33).
Τέλος, άξιο µνείας είναι το έργο του Knud Illeris, που εκπροσωπεί τη σηµαντική
σχολή σκέψης του Τµήµατος Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Πανεπιστηµίου του
Roskilde της ∆ανίας (βλ. στο 8ο τεύχος της “Εκπαίδευσης Ενηλίκων” τις απόψεις
ενός άλλου συναδέλφου του από το Roskilde, του H.S.
Olesen, που είχε
συµµετάσχει στο τελευταίο διεθνές Συνέδριο της Ένωσης). Ο Illeris σε άρθρο του
(2002β), που συνοψίζει το πρόσφατο βιβλίο του (2002α), συνταυτίζεται κατ' αρχήν
µε τις απόψεις των Mezirow, Brookfield, Rogers ως προς το ότι το παιδί, σε
αντίθεση µε τον ενήλικο, δεν έχει τη δυνατότητα να αξιολογήσει σε βάθος τις

εµπειρίες του ή/και τα επιχειρήµατα που καλείται να υιοθετήσει. Από την άλλη, ο
∆ανός διανοητής δίνει έµφαση στα προβλήµατα που συχνά εµφανίζονται στη διάρκεια
των εκπαιδευτικών προγραµµάτων που συχνά εµφανίζονται στη διάρκεια των
εκπαιδευτικών προγραµµάτων που απευθύνονται σε ενηλίκους: η συµµετοχή πολλές
φορές δεν είναι εθελοντική, πράγµα που προκαλεί αρνητική διάθεση• συχνά οι
συµµετέχοντες συµπεριφέρονται παθητικά, σαν µαθητές, και δέχονται τον
εξουσιαστικό ρόλο του εκπαιδευτή (εδώ ο Illeris συµπίπτει µε τις απόψεις του
Rogers)• επίσης συχνά αµύνονται απέναντι στις νέες γνώσεις και εµπειρίες µε τις
οποίες δεν είναι εξοικειωµένοι. Όλα αυτά συνεπάγονται ότι οι ενήλικοι στις
περισσότερες εκπαιδευτικές διαδικασίες µαθαίνουν “µόνο εν µέρει, µε
διαστρευλωµένο τρόπο ή µε έλλειψη υποκίνησης, πράγµα που καθιστά το αντικείµενο
της µάθησης ευάλωτο στη λήθη ή το κάνει να εφαρµόζεται σε περιστάσεις που δε
σχετίζονται µε αυτό” (2002β).
Ωστόσο, ο Illeris διαβλέπει µια προοπτική. Οι ενήλικοι εκπαιδευοµένοι όντας εν
δυνάµει ικανοί να αναλαµβάνουν την ευθύνη για τις ενέργειές τους και, άρα, για τη
µάθησή τους, δυσκολεύονται να αποδεχθούν την έλλειψη συµµετοχής τους στην
πορεία της µάθησης. Από αυτό λοιπόν το σηµείο θα πρέπει να εκκινά ο σχεδιασµός
των προγραµµάτων εκπαίδευσης ενηλίκων. Θα πρέπει να δοµούνται σύµφωνα µε τις
ανάγκες των εκπαιδευοµένων και να ευνοούν τη συµµετοχή τους. Από την άλλη
πλευρά όµως, ο Illeris εξετάζει µε προσοχή τα πορίσµατα πολλών εµπειρικών
µελετών, που έδειξαν ότι εκπαιδευτικές ανάγκες των ενηλίκων έχουν συχνά
επιφανειακό χαρακτήρα, εποµένως ένα πρόγραµµα που θα βασίζεται πιστά σε αυτές
δεν θα τους επιτρέψει “να µάθουν παρά πολλά, µε αποτέλεσµα τη σπατάλη
ανθρώπινων και οικονοµικών πόρων” (2002β). Χρειάζεται λοιπόν, καταλήγει ο
Illeris, τα προγράµµατα εκπαίδευσης ενηλίκων “να ξεπερνούν” τα αποτελέσµατα που
προσδοκούν να επιτύχουν οι συµµετέχοντες σε αυτά.
Πώς µπορεί να γίνει αυτό; Το άρθρο του Illeris δεν υπεισέρχεται περισσότερο στο
ζήτηµα. Όµως ο Mezirow στο τελευταίο του βιβλίο (2000) προτείνει µια µέθοδο. Τα
προγράµµατα εκπαίδευσης ενηλίκων χρειάζεται να δίνουν χώρο σε µια συλλογική
διαλογική συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας τίθενται σταδιακά σε κριτική διερεύνηση
οι δυσλειτουργικές παραδοχές και αναζητούνται πρακτικές λύσεις εναρµονισµένες µε
την πραγµατικότητα2. Αυτό προϋποθέτει τη λειτουργία µιας αλληλοϋποστηρικτικής
2 Ο Mezirow στο τελευταίο βιβλίο του (2000, σ. 9-12, 22-29) προσδιορίζει τα στάδια που
περιλαµβάνει η διεργασία της µετασχηµατίζουσας µάθησης:
1. Προσδιορισµός µιας προβληµατικής κατάστασης.
2. Αυτο-διεύρυνση των συναισθηµάτων φόβου, θυµού, ενοχής, ντροπής κ.ά., που απορρέουν.
3. Κριτική εξέταση των παραδοχών που συνδέονται µε την προβληµατική κατάσταση
(µελετώνται επαγωγικά όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία, εµπειρικά δεδοµένα και
επιχειρήµατα αναφορικά µε τις ιστορικές καταβολές και την παρούσα λειτουργία της
κατάστασης , καθώς και των σχέσεων εξουσίας που περιέχειֹ αξιολογείται η εγκυρότητα των
νέων προσεγγίσεων, γίνεται επαναπροσδιορισµός των δυσλειτουργικών παραδοχών,
προσδοκιών, αξιών και συναισθηµάτων που συνδέονται µε αυτές• εξετάζονται εναλλακτικές
ερµηµείες και στάσεις.
4. Αναγνωρίζεται ότι όλα τα µέλη της οµάδας συµφωνούν για συνεχιστεί η µετασχηµατίζουσα
διεργασία.
5. ∆ιευρύνονται νέες επιλογές ρόλων, σχέσεων και ενεργειών

εκπαιδευόµενης οµάδας και την ύπαρξη εκπαιδευτών που είναι δεσµευµένοι στην
προσπάθεια ενίσχυσης της αυτονοµίας της σκέψης των συµµετεχόντων. Η
εκπαιδευτική διεργασία εκκινά λαµβάνοντας υπόψη µε προσοχή αυτά που οι
συµµετέχοντες επιθυµούν και προσδοκούν να µάθουν (το ίδιο προτείνει ο Illeris).
Ωστόσο οι εκπαιδευτές χρειάζεται να ξεπερνούν αυτόν τον άµεσο στόχο και να
βοηθούν τους συµµετέχοντες να επεξεργάζονται ζητήµατα που βρίσκονται πέρα από
τις ανάγκες που αρχικά διατυπώνουν και που πιθανόν αντανακλούν τον περιορισµένο
ορίζοντα του αντιληπτικού τους σύµπαντος. Χρειάζεται λοιπόν οι συµµετέχοντες να
βοηθούνται να αντιλαµβάνονται κριτικά τις αιτίες από τις οποίες προέκυψαν οι
ανάγκες τους, τις ρίζες δηλαδή της κοσµοαντίληψής τους, που είναι προϊόντα των
πολιτισµικών επιρροών που έχουν εσωτερικεύσει3. Στο µέτρο που εξελίσσεται αυτή
η διεργασία, προσεγγίζεται ο απώτερος σκοπός της εκπαίδευσης ενηλίκων: οι
συµµετέχοντες γίνονται σταδιακά ικανοί να σκέφτονται κριτικά, να απεξαρτώνται
από τις δυσλειτουργικές παραδοχές που έχουν υιοθετήσει και να αναλαµβάνουν
δράση στο προσωπικό ή/και στο κοινωνικό-πολιτικό επίπεδο σύµφωνα µε τις
µετασχηµατισµένες αντιλήψεις τους.
Συζήτηση
Ας συγκεφαλαιώσουµε. Η θεωρία της µετασχηµατίζουσας µάθησης, που έχει κύριους
εκφραστές τους Mezirow και Brookfield και αποτελεί σήµερα τον βασικό πόλο
αναφοράς της συζήτησης για την εκπαίδευση ενηλίκων, έχει ως θεµέλιό της µια θέση
που αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα αυτού του πεδίου: Οι ενήλικοι, χάρη στην εν
δυνάµει ικανότητά τους για κριτικό στοχασµό, µπορούν να µαθαίνουν µε τρόπο
διαφορετικό και πιο ολοκληρωµένο σε σχέση µε τους ανηλίκους. Όµως, πρόκειται
απλώς για µια δυνατότητα, που δεν σηµαίνει ότι αναγκαστικά όλοι οι ενήλικοι
επιθυµούν οι µπορούν να ανταποκρίνονται στη διεργασία της στοχαστικής µάθησης.
Είδαµε, ότι οι Brookfield, Illeris, Rogers επισηµαίνουν τα εµπόδια που συνήθως
έχουν εσωτερικεύσει οι εκπαιδευόµενοι. Ας προστεθεί ότι ο Dewey, ήδη το 1933
είχε διαπιστώσει ότι είναι για πολλούς δυσχερής ή/και ανεπιθύµητη η διεύρυνση και
επανεξέταση των παραδοχών που έχουν υιοθετήσει (Dewey, 1933), θέση που
υιοθετεί και ο Mezirow (2004). Εποµένως, τίθεται το ζήτηµα του κατά πόσο οι
εκπαιδευόµενοι, οι εκπαιδευτές και οι οργανισµοί της εκπαίδευσης ενηλίκων
∆ιαµορφώνεται ένα σχέδιο δράσης.
Αποκτώνται γνώσεις και δεξιότητες που χρειάζονται για την εφαρµογή των νέων σχεδίων.
∆οκιµάζονται πειραµατικά οι νέοι ρόλοι.
Οικοδοµούνται οι ικανότητες και η αυτοπεποίθηση που σχετίζονται µε τους νέους ρόλους
(σηµαντική είναι στο στάδιο αυτό η ανάπτυξη της συναισθηµατικής νοηµοσύνης).
10. Τα παραπάνω ενσωµατώνονται στη ζωή των συµµετεχόντων σύµφωνα µε τις συνθήκες που
υπαγορεύει η νέα προοπτική καθενός.
Ας σηµειωθεί ότι ο Mezirow σε άλλο κείµενό του (1990, Επίλογος) επισηµαίνει ότι οι
µέθοδοι που θα χρησιµοποιηθούν σε αυτά τα στάδια ποικίλουν (λ.χ. µελέτη κειµένων, κριτική
ανάλυση περιστατικών, παιχνίδια ρόλων, µελέτες περίπτωσης, οµαδικές εργασίες κ.ά.) και επίσης η
χρήση τους εξαρτάται από τις συνθήκες, όπως είναι το επίπεδο των προσδοκιών και της
ετοιµότητας των συµµετεχόντων, το είδος και οι στόχοι του προγράµµατος, ο διαθέσιµος χρόνος, το
είδος των προβληµάτων που τίθενται σε επεξεργασία, ο βαθµός οµοιογένειας της οµάδας κ.ο.κ.
3 Στα “κείµενα που αγαπήσαµε” του παρόντος τεύχους θα βρείτε µια πιο εκτεταµένη παρουσίαση
αυτής της διεργασίας.
6.
7.
8.
9.

αποφασίζουν να θέσουν ως σκοπό τους να υπερπηδούνται αυτά τα εµπόδια και να
πραγµατοποιείται η απαιτητική πορεία της στοχαστικής µάθησης.
Σε αυτό το σηµείο, η θεωρία της µετασχηµατίζουσας µάθησης µάς κάνει κοινωνούς
της δεύτερης βασικής θέσης της: Στις σύγχρονες κοινωνίες όπου περισσότερο παρά
ποτέ χρειάζεται – συχνά αντίθετα προς τις επιδιώξεις των κρατούντων – οι πολίτες
να είναι ενεργοί, κοινωνικά υπεύθυνοι και αυτοδύναµα σκεπτόµενοι, έχει ζωτική
σηµασία να υιοθετείται ο παραπάνω σκοπός. Σε αυτή την περίπτωση, η εκπαίδευση
ενηλίκων θα µπορούσε να αναχθεί σε πεδίο συνεχούς, ανοικτής αναζήτησης όπου οι
πολίτες θα ήταν δυνατόν να επανεξετάζουν τις αιτίες και τις ιδεολογικές ρίζες των
προβληµατικών καταστάσεων που αντιµετωπίζουν και να αναζητούν λειτουργικές
λύσεις. Ταυτόχρονα, το επάγγελµα των εκπαιδευτών ενηλίκων θα µπορούσε να γίνει
άκρως δηµιουργικό, δεδοµένου ότι θα προσέφερε, σε αυτούς τους ίδιους πρώτα, τη
δυνατότητα να µαθαίνουν συνεχώς µέσα από τις διεργασίες της συλλογικής κριτικής
επεξεργασίας των απόψεων και εµπειριών.
Αν, λοιπόν, οι εκπαιδευτές ενηλίκων αισθάνονται αυτή την ανάγκη και συµµερίζονται
αυτή τη θέση, τότε δεν µπορεί παρά να ασχοληθούν συστηµατικά µε την
προβληµατική της µετασχηµατίζουσας µάθησης και να συµβάλουν στην ανάπτυξη και
εφαρµογή της. Τότε θα έχουν την ευκαιρία να συµµετάσχουν στη σύγχρονη τάση της
εκπαίδευσης ενηλίκων, που ενδιαφέρεται για τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια της
ενήλικης µάθησης, τη διαµόρφωση προγραµµάτων και µεθόδων που ευνοούν τον
κριτικό στοχασµό, την αλληλεπίδραση των εκπαιδευτών και των εκπαιδευοµένων
µέσα στη συνεργατική οµάδα.
Στο πλαίσιο της ελληνικής πραγµατικότητας ίσως αυτά µοιάζουν από πρώτη µατιά
πρωτόγνωρα. Ασφαλώς, έχουµε πολλά να µάθουµε από τις διεθνείς εµπειρίες
εφαρµογής της µετασχηµατίζουσας µάθησης σε οργανισµούς εκπαίδευσης ενηλίκων,
επιµόρφωσης εκπαιδευτικών, κοινοτικής ανάπτυξης, κοινωνικής επανένταξης,
γυναικείων σπουδών, εκπαίδευσης γονέων, συνδικαλιστικής επιµόρφωσης κ.ά. (βλ.
λ.χ. Brookfield, 1995ֹ Mezirow 1990,1991,2000). Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι
οι κύκλοι µάθησης που επεξεργάζονται κριτικά την παραδοχή “η θέση της γυναίκας
είναι στο σπίτι”. Αλλού, ο Mezirow αναφέρει (2000, σ. 20-21) παραδείγµατα από την
επιµόρφωση εκπαιδευτικών, όπου αναπτύσσεται κριτικός στοχασµός επάνω στις
επιστηµονικές και ιδεολογικές παραδοχές σύµφωνα µε τις οποίες διαµορφώνονται τα
κριτήρια και οι διαδικασίες αξιολόγησης. Πολλά ακόµα θα µπορούσαµε να
πληροφορηθούµε για την εφαρµογή του κριτικού στοχασµού επάνω σε προβληµατικές
καταστάσεις που αντιµετωπίζουν οι οργανισµοί και επιχειρήσεις (βλ. λ.χ. Schon
1983ֹ Argyris 1993ֹ Marsick, 2000).
Ίσως, όµως, όσο διαβάζατε τα παραπάνω παραδείγµατα κάνατε τις δικές σας
σκέψεις για την ελληνική πραγµατικότητα, ξεπερνώντας την αρχική εντύπωση του
πρωτόγνωρου. Ίσως διαπιστώσατε ότι µπορεί στη χώρα µας να µην έχει γίνει ακόµα
συστηµατική εφαρµογή της
µετασχηµατίζουσας µάθησης, όµως σε αρκετές
περιπτώσεις έχουν αναπτυχθεί συναφείς προβληµατισµοί και εµπειρίες, λ.χ. σε

κέντρα εκπαίδευσης της λαϊκής επιµόρφωσης, σε σχολεία δεύτερης ευκαιρίας, σε
σχολές γονέων, σε προγράµµατα αντιµετώπισης του κοινωνικού αποκλεισµού, σε
σεµινάρια επικοινωνίας και ανθρωπίνων σχέσεων, πιθανόν σε προγράµµατα
ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης κ.ά. Τέτοιου είδους δραστηριότητες αποτελούν το
δικό µας κεφάλαιο. Αν τις αποτιµήσουµε και τις επεξεργαστούµε περαιτέρω, θα
έχουµε διευρύνει τη δυνατότητα εφαρµογής της µετασχηµατίζουσας µάθησης στη
χώρα µας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνόγλωσση
Κόκκος Α. (2005α) Εκπαίδευση Ενηλίκων: Ανιχνεύοντας το πεδίο, Μεταίχµιο,
Αθήνα.
Κόκκος Α. (2005β) “Η εµπειρική εκπαίδευση ενηλίκων”, Εκπαίδευση Ενηλίκων, τ. 4,
σ. 4-13.
Freire P. (1977α) Η αγωγή του καταπιεζόµενου, Ράππας, Αθήνα.
Freire P. (1977β) Πολιτισµική δράση για την κατάκτηση της ελευθερίας,
Καστανιώτης, Αθήνα.
Jarvis P. (2004) Συνεχιζόµενη Εκπαίδευση και Κατάρτιση: Θεωρία και Πράξη,
Μεταίχµιο, Αθήνα.
Rogers A. (22002α) Η Εκπαίδευση Ενηλίκων, Μεταίχµιο, Αθήνα.
Rogers A. (2002β) “Ενήλικοι εκπαιδευόµενοι: Χαρακτηριστικά, ανάγκες, τρόποι
µάθησης”, στο Κόκκος Α. (επιµ.) ∆ιεθνής Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση
Ενηλίκων, Μεταίχµιο, Αθήνα, σ. 84-114.
Rogers A. (2005) Συνέντευξη στους Κ. Μάγο και Α. Αγγέλη, Εκπαίδευση Ενηλίκων,
τ. 4, σ. 33-36.
Argyris C. (1993)
Ξενόγλωσση
Argyris Ch., (1993) Knowledge for action, Jossey – Bass, San Francisco.
Boud D., Keogh R., Walker D. (2002) Reflection: Turning experience info
learning, Kogan Page, New York.
Brookfield St. (1986) Understanding and Facilitating Adult Learning, The Open
University Press.
Brookfield St. (1995) Becoming a Critically Reflective Teacher, Jossey – Bass,
San Francisco.
Brookfield St. (1996) “Adult Learning: An Overview”, στο Tuijnman A. (επιµ.)
International Encyclopedia of Adult Education and Training, Pergamon, Oxford,
σ. 375 – 380.
Brookfield St. (2001) “Repositioning Ideology Critique in a Critical Theory of
Adult Learning”, Adult Education Quarterly, 52(1), σ. 7-22.

Brookfield St. (2000) “Transformative Learning as Ideology Critique”, στο
Mezirow J. και συνεργάτες, Learning as Transformation, Jossey – Bass, San
Francisco, σ. 125-148.
Collard S., Law M. (1989) “The Limits of Perspective Transformation: A Critique
of Mezirow' s Theory”, Adult Education Quarterly, 39 (2), σ. 99-107.
Cross P. (1981) Adults as Learners, Jossey – Bass, San Francisco.
Dewey J. (1933) How We Think: A Restatement of the Relation of Reflective
Thinking to the Educative Process, Henry Regnery, Chicago.
Griffin C. (1987) Adult Education as Social Policy, Croom Helm, London.
Houle C. (1980) Continuing Learning in the Professions, Jossey – Bass, San
Francisco.
Illeris K. (2002α), Three Dimensions of Learning, NIACE, Leicester.
Illeris K. (2002β) “Understanding the conditions of adult learning”, Adults
Learning, 14 (4), σ. 18-20.
Κnox Α. (1977) Adult Development and Learning: A Handbook on the Individual
Growth and Competence in the Adult Years, Jossey – Bass, San Francisco.
Knowles M. (1970) The Modern Practice of Adult Education: Andragogy versus
Pedagogy, Association Press, New York.
Knowles M. (51998) The Adult Learner, Gulf Publishing Company, Houston, Texas.
Kolb D. (1984) Experiential Learning, Practice Hall, Englewood Cliffs, New
Jersey.
Marscick V., Yorks L. (2000) “Organizational Learning and Transformation” στο
Mezirow J. και συνεργάτες, Learning as Transformation, Jossey – Bass, San
Francisco, σ. 253-281.
Merriam Sh. (2004) “The Role of Cognitive Development in Mezirow' s
Transformational Learning Theory”, Adult Education Quarterly, 55, (1), σ. 60-68.
Mezirow J. (1981) “A critical theory of adult learning and education”, Adult
Education, 32 (1), σ. 3-27.
Mezirow J. (1985) “Concept and Action in Adult Education”, Adult Education
Quarterly, 35 (3), σ. 142-151.
Mezirow J. και συνεργάτες (1990) Fostering Critical Reflection in Adulthood,
Jossey – Bass, San Fransisco.
Mezirow J. (1991) Trasformative Dimensions of Adult Learning, Jossey – Bass,
San Francisco.
Mezirow J. (1994α) “Understanding Trasformation Theory”, Adult Education
Quarterly, 44 (4), σ. 222-232.
Mezirow J. (1994β) “Response to Mark Tennant and Michael Newman”, Adult
Education Quarterly, 44 (4), 243-244.
Mezirow J. (1996) “Contemporary Paradigms of Learning”, Adult Education
Quarterly, 46 (3), σ. 158-172.
Mezirow J. (1998) “On Critical Reflection”, Adult Education Quarterly, 48 (3), σ.
185-198.
Mezirow J. (2000) “Learning to Think Like an Adult: Core Concepts of
Transformation Theory”, στο Mezirow J. και συνεργάτες, Learning as
Transormation, Jossey – Bass, San Francisco, σ. 3-33.

Mezirow J. (2004) “Forum Comment on Sharan Merriam' s ‘The Role of Cognitive
Development in Mezirow' s Transformational Learning Theory’”, Adult Education
Quarterly, 55 (1), σ. 69 – 70.
Rogers A. (2003α) What is the difference?, A new critique of adult learning and
teaching, NIACE, Leicester.
Rogers A. (2003β) “What' s the difference?” Adults Learning, October, σ. 15-17.
Rogers J. (1971) Adults Learning, The Open University Press.
Schon D. (1993) The Ρeflective Practitioner, Basic Books, New York.
Smith R. (1982) Learning How to Learn: Applied Theory for Adults, Cambridge
Books, New York.